Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

16 Αυγ 2011

Φεύγοντας απ' τη Μονοβασιά, ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Πανάρχαιες ελιές, κούφιοι κορμοί συστραμμένοι˙
το δύστυχο σταχτί˙ το καπνισμένοι κίτρινο˙
ίσκιοι των σύννεφων στους απέναντι λόφους.
Ερχεται υπάκουο το μακρινό, σε κοιτάει απ' το πλάι˙
ξεχνάς εκείνο που 'θελες να του ζητήσεις˙ το χέρι σου
αφηρημένο περπατά στη μαλακιά ράχη του ζώου.
Ηταν αυτό; Και τι ήταν; Αντεστραμμένος χρόνος;
Οι γριές τυλίγουνε τα πόδια τους μ' εφημερίδες,
τα δένουνε με σπάγκους. Προφυλάξεις, προφυλάξεις, -
ω, σιωπηλή διάρκεια˙ καθόμαστε χάμου στο χώμα
μ' ένα καλάθι φραγκόσυκα, με το 'να παπούτσι του δρομέα, -
κι αυτή η επίμονη γυναίκα, η αποστεωμένη, η άγρια,
κάτω απ' το δέντρο, μες στην πεισμωμένη λάμψη,
κρατώντας στα δυο χέρια της το απαρηγόρητο βρέφος.

Τότε ακριβώς ήταν που μάθαμε πως τίποτα δεν είχε χαθεί.