IX
«Εχθές
έχωσα κάτω απ' την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της.
Όλο
το απόγεμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ' τις αυλές με νόημα.
Οι
βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο.
Και
το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλαρίκια να τη φιλήσω έτσι όπως
θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε
το πέλαγος και οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε.»