Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

16 Ιαν 2012

Στιβεν Πρεσσφιλντ, Ο πόλεμος της τέχνης,Εκδόσεις Πατάκης

Ο συγγραφέας Στίβεν Πρέσσφιλντ χρησιμοποιεί την τέχνη σαν όπλο απέναντι στην παρακμή και την ασχήμια που επιμένουν ν' αντιστέκονται.
Σε κάθε μορφή εργασίας υποκρύπτεται και ένας ισχυρός παράγοντας αντίστασης, αναβλητικότητας, αυτο-ξεγελάσματος, λες και ο υποψήφιος εργαζόμενος το σκάει από την πίσω πόρτα καικαταφεύγει σε πιο απλά και ηδονικά πράγματα: γιατί να βάψω το σπίτι μου, αφού μπορώ να πάω να παίξω χαρτιά; Γιατί να πάω στον γιατρό να κάνω εξετάσεις, αφού είναι πιο εύκολο να παρατείνω τον ύπνο μου; Γιατί να ξεκινήσω σήμερα το βιβλίο μου και όχι αύριο; Και αύριο μέρα είναι. Ο Πρέσσφιλντ είναι επιτυχημένος συγγραφέας και, αν κατέγινε να συγγράψει αυτή την πραγματεία περί Αντιστάσεως, το οφείλει στον πόλεμο που διεξήγε καθημερινά εναντίον της.


Παρόμοια κείμενα γράφονται κατά χιλιάδες στην Αμερική (πώς να γίνετε καλός σύζυγος, πώς να κόψετε το αλκοόλ, πώς να αρέσετε στις γυναίκες, πώς να μεγαλώσετε τα παιδιά σας, πώς να μην πάρετε κατάκαρδα τον χωρισμό σας), με τη διαφορά ότι στην περίπτωση του Πρέσσφιλντ έχουμε έναν συγγραφέα που πέρασε τη μεγάλη δοκιμασία, έπεισε τόσο τους κριτικούς όσο και το κοινό ότι αξίζει, οπότε η δοκιμασία του αναφορικά με την «Αντίσταση» λαμβάνει διαστάσεις προσωπικής περιπέτειας που τον οδήγησε σε ένα είδος μύχιας αποκάλυψης. «Κάθε ήλιος δημιουργεί σκιά και σκιά της ευφυΐας είναι η Αντίσταση. Όσο ισχυρό είναι το κάλεσμα της ψυχής για την υλοποίηση των στόχων μας, τόσο δραστικές είναι οι δυνάμεις της Αντίστασης που στοιχίζονται απέναντί του. Η Αντίσταση είναι ταχύτερη από τη σφαίρα, ισχυρότερη από την ατμομηχανή, δυσκολότερη στην απεξάρτηση από την κοκαΐνη. Δεν είμαστε οι μόνοι που έχουμε ισοπεδωθεί από την Αντίσταση. Εκατομμύρια άξιοι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, έχουν ηττηθεί πριν από μας. Και ακούστε τη μεγαλύτερη μαλακία: δεν καταλαβαίνουμε καν τι μας βρήκε. Εγώ δεν κατάλαβα. Από την ηλικία των 24 ετών ως τα 32, η Αντίσταση με διαολόστειλε δεκατρείς φορές από την Ανατολική ως τη Δυτική Ακτή και πάλι πίσω, και δεν γνώριζα καν ότι υπήρχε. Αναζήτησα παντού τον εχθρό και απέτυχα να δω ότι βρισκόταν μπροστά στα μάτια μου». Όπως θα δούμε, ο Πρέσσφιλντ αρνείται να διακρίνει την έγκυρη δημιουργικότητα από τη φτηνή ενασχόληση με το γράψιμο. Για παράδειγμα, ούτε μια φορά δεν αναφέρεται στην περίπτωση του γραφιά που πάσχει από γραφομανία, που εκδίδει στη σειρά τα «αριστουργήματά» του, αλλά τελικά χάνει τη μάχη με τους κριτικούς και με τον ίδιο τον βαθύτερο, αλλά ατάλαντο εαυτό του.


Σε αυτή την περίπτωση η Αντίσταση παίρνει άλλο νόημα. Όχι μόνο δεν στέκει εμπόδιο στον συγγραφέα αλλά του ανοίγει συνεχώς τον δρόμο. Ξέρουμε κόσμο και κοσμάκη που σκαρώνει σχεδόν καθημερινά ποιήματα, που «δουλεύει» κάποιο θεατρικό κομμάτι ή γράφει την αυτοβιογραφία του. Σε αυτή την περίπτωση η διάθεση για εργασία είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το τάλαντο. Ωστόσο, ο Πρέσσφιλντ αρνείται αυτή την εκδοχή, όχι επειδή δεν υπάρχει αλλά, απλούστατα, επειδή σε καθετί που δημιουργείται υπάρχει ιεράρχηση. Οπότε, οι αναλύσεις του δεν σκοπούν στο πώς γίνεται κανείς καλός συγγραφέας, αλλά απλούστατα στο πώς απελευθερώνεται από την Αντίσταση που ψευδομαρτυρεί σε βάρος μας, χαλκεύει ψεύδη, διαστρεβλώνει διαθέσεις, εκφοβίζει, καλοπιάνει, επιχειρηματολογεί σαν «νοικιασμένος» δικηγορίσκος, απειλεί σαν ληστής κ.λπ. Άλλωστε, δεν στέκει στη θαυμάσια στιγμή όπου ο υποψήφιος γραφιάς νιώθει –σαν τις ετοιμόγεννες- ότι σπάσανε τα νερά και αραδιάζει σελίδες επί σελίδων. Ουσιαστικά, με αυτό τον τρόπο αποφεύγουμε τον ατάλαντο και ταυτίζουμε την όποια εργασία με την αξία, αλλά τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται...


Άλλωστε, τα παραδείγματα είναι χαρακτηριστικά. Μια γυναίκα μαθαίνει ότι έχει καρκίνο
και ότι της απομένουν έξι μήνες ζωής. Τι θα κάνει; Θα αφεθεί στη δυστυχία της ή θα ορθώσει το ανάστημά της; Οι φίλοι της εκπλήσσονται όταν τη βλέπουν να γράφει τραγούδια, να σπουδάζει αρχαία ελληνικά ή να αφιερώνεται στη φροντίδα παιδιών με AIDS. Υστερόγραφο; Ο καρκίνος υποχωρεί...


Το παράδειγμα του Χίτλερ είναι αμερικανικής υφής. Ο Αδόλφος, όπως ξέρουμε, πήγε στη Βιέννη για να σπουδάσει. Παρότι λοιπόν έκανε αίτηση στην Ακαδημία Καλών Τεχνών και αργότερα στην Αρχιτεκτονική, η Αντίσταση δεν του επέτρεψε να προχωρήσει. Το συμπέρασμα παραείναι στρεβλό: για τον Χίτλερ ήταν πιο εύκολο να ξεκινήσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρά να αντιμετωπίσει έναν λευκό καμβά...


Απεναντίας, η περίπτωση του Χένρι Φόντα προσφέρει ένα πιο εύστοχο παράδειγμα: κάθε
φορά που ο διάσημος ηθοποιός ανέβαινε στη σκηνή, δεν μπορούσε ν’ αποφύγει τον εμετό. Ακόμη και στα 75 του δεν μπορούσε ν’ απαλλαγεί από τον φόβο που του προκαλούσε η σκηνή. Αλλά, τελικά, ο επαγγελματίας καταφέρνει να τρέψει τον φόβο σε φυγή. Ο Χένρι Φόντα εμέσσει, σκουπίζεται και τελικά βγαίνει στη σκηνή...


Ομολογεί ο Πρέσσφιλντ: «Τίποτα δεν ενδυναμώνει όσο η επικύρωση στον πραγματικό κόσμο, ακόμα και αν αφορά κάποια αποτυχία». Η πρώτη του επαγγελματική συγγραφική δουλειά –μετά από 17 έτη προσπαθειών- αφορούσε μια ταινία με τίτλο Κινγκ Κονγκ 2: Η επιστροφή. Συνεργάτης του ήταν ο Ρον Σούσετ (δημιουργός του Άλιεν και της Ολικής Επαναφοράς) και το σενάριο απευθυνόταν στον Ντίνο ντε Λαουρέντις. Ακόμα και όταν είδαμε την ταινία, ήμασταν σίγουροι ότι θα έσπαγε ταμεία, ομολογεί. Φυσικά, κανείς από τους καλεσμένους δεν εμφανίστηκε στην πρεμιέρα, την δε επόμενη μέρα η κριτική έγραψε: «Ρόναλντ Σούσετ και Στίβεν Πρέσσφιλντ: ελπίζουμε να μην είναι τα πραγματικά τους ονόματα, για το καλό των γονιών τους».


Ο συγγραφέας ένιωθε να γίνεται κομμάτια, αλλά ο φίλος του Τόνι Κέπλμαν τον συνέφερε: «“Είσαι εκεί που ήθελες. Τώρα τρως μερικές γροθιές, αλλά αυτό είναι το τίμημα επειδή βρίσκεσαι στο ρινγκ και όχι στην κερκίδα. Κόψε τα παράπονα και να είσαι ευγνώμων”. Τότε κατάλαβα ότι ήμουν επαγγελματίας, μπορεί να μην είχα κάποια επιτυχία, πλην όμως είχα μια πραγματική αποτυχία...». Όπερ σημαίνει ότι το παν είναι η σχέση με την πραγματικότητα, αυτή συντρίβει αλλά και σώζει.
O βολονταρισμός είναι προφανής και πανθομολογούμενος. Επίσης, η προοπτική του πάση θυσία «επιτυχημενάκια» αποτελεί διαβατήριο για τη δύσκολη αμερικανική κοινωνία. Ως εκ τούτου, δεν είναι διόλου παράξενο ότι η συμβουλευτική τέχνη του συγγραφέα στρέφεται προς τον ακραιφνή επαγγελματισμό. Όντως ο επαγγελματίας φροντίζει να κρατάει κάποια απόσταση από το εργαλείο του - ήτοι το άτομό του, το σώμα του, τη φωνή του, το ταλέντο του. Η συνέχεια; Άραγε η Μαντόνα τριγυρίζει σπίτι της με κωνικά σουτιέν και κορσέδες τύπου «έλα να με γαμήσεις»; Η Μαντόνα δεν ταυτίζεται με τη Μαντόνα, απλώς χρησιμοποιεί τη «Μαντόνα». Αργά ή γρήγορα κάθε γραφιάς θα προσαρμοστεί στο περιβάλλον, θα οργανωθεί μαζί με τους άλλους και ενάντια στους άλλους, θα ταυτιστεί και θα αποταυτιστεί με τον εαυτό του - σε τελική φάση δεν αποκλείεται να γίνει Εγώ ή Εσύ Α.Ε. - Ανώνυμη Εταιρεία.


«Όταν πρωτομετακόμισα στο Λος Άντζελες και γνωρίστηκα με σεναριογράφους που εργάζονταν, έμαθα ότι πολλοί είχαν δικές τους εταιρείες. Παρείχαν τις συγγραφικές υπηρεσίες τους όχι προσωπικά, αλλά ως “δανεικοί” από τις ατομικές επιχειρήσεις τους. Τα συγγραφικά τους συμβόλαια ανέφεραν “τις υπηρεσίες τους” κι έπειτα το όνομά τους. Πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο.
Το θεώρησα πολύ πρώτο. Όταν ένας συγγραφέας μετατρέπει τον εαυτό του σε εταιρεία, υπάρχουν συγκεκριμένα φορολογικά και οικονομικά πλεονεκτήματα. Όμως, εκείνο που λατρεύω στη συγκεκριμένη κίνηση είναι ο συμβολισμός. Μου αρέσει η ιδέα της Εγώ Α.Ε. Κατ’ αυτό τον τρόπο, μπορώ να έχω δυο ρόλους. Μπορώ να με προσλάβω και να με απολύσω. Μπορώ ακόμα να χώνω το κεφάλι μου στον ίδιο μου τον κώλο.


Η μετατροπή του εαυτού σας σε επιχείρηση (ή απλώς και η ιδέα) ενισχύει τη διάσταση του επαγγελματισμού, αφού διαχωρίζει “τον καλλιτέχνη που κάνει τη δουλειά” από τον “άνθρωπο με το γενικό πρόσταγμα”. Εσύ, ο συγγραφέας, μπορεί να έχεις φουσκωμένα μυαλά, αλλά εσύ, το αφεντικό, θυμάσαι πώς να ξεκαβαλήσεις το καλάμι». Δεν ξέρουμε από που δανείζεται μυαλό ο Πρέσσφιλντ, πάντως από σελίδα σε σελίδα αναζητεί κάτι βαθύτερο, εσώτερο, ανεξέλεγκτο, περίπου σαν βοήθεια εξ ουρανού. Με άλλα λόγια ο πλατωνισμός, όσο μασκαρεμένος κι αν εμφανίζεται, έχει πολλά ποδάρια, μιλάει πολλές γλώσσες, πείθει, τέλος πάντων, ακόμη και τα στουρνάρια. «Όταν καθόμαστε από μέρα σε μέρα και αγωνιζόμαστε, κάτι μυστηριώδες αρχίζει να συμβαίνει. Αόρατες δυνάμεις στοιχίζονται στο πλευρό μας, τυχαίες ανακαλύψεις ενδυναμώνουν τη θέλησή μας. Γύρω μας πυκνώνει μια δύναμη. Η Μούσα καταγράφει την αφοσίωσή μας, την επιδοκιμάζει, κερδίζουμε την εύνοιά της. Όταν καθόμαστε να δουλέψουμε, καταλήγουμε μια μαγνητισμένη ράβδος που έλκει όλα τα μεταλλικά ρινίσματα. Ιδέες έρχονται, διαπιστώσεις συγκεντρώνονται».


Όταν συμπεραίνει ότι οι μη δημιουργικοί άνθρωποι μισούν τους δημιουργικούς, ουσιαστικά παραδέχεται ότι οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς συνδέονται με κάποιο δίκτυο ενέργειας και έμπνευσης με το οποίο ο κοινός άνθρωπος δεν μπορεί να συνδεθεί. Άρα, έφτασε η στιγμή να μας μιλήσει για τη διαφορά του Εγώ από τον Εαυτό, για το γνωστό μοτίβο του Καρλ Γιουνγκ.
Τι είναι το Εγώ; Πρόκειται για ένα τμήμα του ψυχισμού μας που το θεωρούμε καθημερινό μας κτήμα, ως συνειδητή νοημοσύνη, ως νου που σκέφτεται, σχεδιάζει, ασχολείται με την καθημερινότητα περίπου σαν φύλακας άγγελος μας. Πλην όμως ο Εαυτός -που συχνά τον ταυτίζουμε με το Εγώ- διαφέρει ριζικά. Μόνο αν συλλάβουμε το Ασυνείδητο -ατομικό και συλλογικό- μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στον Εαυτό που κατά Γιουνγκ αποτελεί την έδρα της ψυχής.
Επανερχόμενος στο θέμα του, ο Πρέσσφιλντ ισχυρίζεται ότι η βαθύτητα (η εσωτερικότητα, το μυθικό ρίζωμα του ανθρώπου) ανήκει στον Εαυτό, ενώ η Αντίσταση είναι πλάσμα του Εγώ. Όνειρα, ιδέες, διαλογισμοί, νηστεία, προσευχή, οράματα, περιστρεφόμενοι δερβίσηδες, γιόγκι, Ινδιάνοι που τρυπιούνται στον Χορό του Ήλιου, ρέιβ πάρτι κ.λπ. είναι εκδηλώσεις του Εαυτού, αντίθετα το Εγώ μισεί τον Εαυτό, αναστέλλει την εξέλιξή μας, με έναν λόγο δημιουργεί την Αντίσταση που επιτίθεται στον αφυπνισμένο δημιουργό.


Πηγή: Lifo.gr