Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

12 Αυγ 2012

Φωτεινή Τσαλίκογλου: Πρέπει να πούμε «όχι» στην συγκάλυψη


Ζούμε μέρες θανάτου! Και έχει σημασία να πούμε «όχι» στο καμουφλάζ του πόνου, «όχι» στον κατευνασμό, «όχι» στην συγκάλυψη. Διότι αν  αντέξουμε να διαχειριστούμε όλες αυτές τις απώλειες, αντί να μας διαλύσουν θα καταφέρουν να μας αφυπνίσουν. Και ίσως αυτό, είναι το ύστατο δώρο που μπορούμε να περιμένουμε...» η Φωτεινή Τσαλίκογλου, συγγραφέας και Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Παν/μιο, συμμετέχοντας στον δημόσιο διάλογο του tvxs, μιλά στην Κρυσταλία Πατούληγια το πιο δύσκολο, όσο και επίκαιρο θέμα των ημερών μας: την απώλεια.


Κρ.Π.: Πώς σκέφτηκες να γράψειςTο χάρισμα της Βέρθας, το οποίο πραγματεύεται το θέμα της απώλειας;
Φ.Τσ.: Εκ των υστέρων δεν ξέρεις συνήθως, ποιο είναι το πρώτο αίτιο, δηλαδή, δεν ξέρεις την αρχή ενός βιβλίου΄ ξέρεις πότε τελειώνει΄ δεν ξέρεις πότε ξεκινάει. Μπορεί αυτό να «δουλεύει» την ώρα που κοιμάσαι, την ώρα που ονειρεύεσαι, και κάποια στιγμή αρχίζεις και γράφεις.
Σίγουρα, έπαιξε ρόλο σαν έναυσμα ο θάνατος της μητέρας μου, που συνέβη κάπου εκεί, όταν το γυρόφερνα στο μυαλό μου. Αλλά, καθώς η μαμά ήταν ήδη άρρωστη για ένα μεγάλο διάστημα, μπορούμε να πούμε ότι ο φόβος της απώλειάς της ήταν στο μυαλό μου προτού συμβεί το τέλος΄ και το νομίζω, επειδή αυτό το βιβλίο στηρίζεται πάνω στην απώλεια αλλά και στους τρόπους υπέρβασής της΄ τους μαγικούς τρόπους υπέρβασής της, που μόνο η τέχνη, η λογοτεχνία μπορεί να σου προσφέρει.
Και τί εννοώ μαγικούς; Θα δώσω ένα παράδειγμα από την ιστορία του: Το μυθιστόρημα ξεκινά, με την ηρωίδα του βιβλίου, τη Βέρθα, η οποία γίνεται επτά ετών τη νύχτα που πεθαίνει ο μικρός της αδελφός.
Στην πραγματικότητα είναι η νύχτα που η ίδια γεννιέται, μέσα από αυτό το χαμό΄ με όλη αυτή την προσπάθεια που κάνει για να διαχειριστεί αυτή την υπέρτατη απώλεια, να διαχειριστεί το θρήνο της μαμάς της που είναι παραδομένη στη θλίψη, να διαχειριστεί την απελπισία του πατέρα της, και εκεί γίνεται μια συνάντηση –ας την πούμε τυχαία, γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχει αθωότητα στο τυχαίο- ανάμεσα στη Βέρθα και στη δασκάλα ζωγραφικής της, στο σχολείο. Σε αυτό το σημείο, αρχίζει να ξεδιπλώνεται μια ερωτική σχεδόν ιστορία μεταξύ της Βέρθας και της δασκάλα της, μέσα από πίνακες ζωγραφικής.
Υπάρχουν επτά διαφορετικά κεφάλαια, όπου το καθένα είναι αφιερωμένο σε έναν  πίνακα, από τους σημαντικότερους στην ιστορία της ζωγραφικής, όπως των Μαγκρίτ, Καραβάτζιο, Μπαλτίς.  
Αλλά, ανάμέσα σε αυτούς του πίνακες, υπάρχει κάτι κοινό: μια μεγάλη ιστορία πραγματικής απώλειας, που αφορά τους ίδιους τους δημιουργούς. Για παράδειγμα, υπάρχει ένας πίνακας του Μαγκρίτ που ονομάζεται «οι εραστές» και ο οποίος απεικονίζει ένα ζευγάρι που τα πρόσωπά τους είναι καλυμμένα από ένα σεντόνι. Ο Μαγκρίτ όταν ήταν έντεκα ετών, είχε δει να φέρνουν στο πατρικό του σπίτι ένα σώμα τυλιγμένο σε ένα άσπρο σεντόνι, που ήταν το σώμα της μητέρας του, η οποία είχε αυτοκτονήσει στον Σηκουάνα.
Σε άλλο κεφάλαιο υπάρχει ένας τρομερός πίνακας του Φρίντριχ, που λέγεται «Η παγωμένη θάλασσα». Όταν ήταν επτά ετών ο Φρήντριχ, είδε μπροστά στα μάτια του, στη θάλασσα της Βαλτικής, να πνίγεται ο μικρός του αδελφός στην προσπάθειά του να τον σώσει.
Με λόγια λόγια, υπάρχει μια τρομακτική ιστορία απώλειας που μπορεί να οδηγήσει σε ένα αριστούργημα, το οποίο σε αυτά τα κεφάλαια αφορά στη ζωγραφική.
Η μικρή Βέρθα, κατά τη διάρκεια της μυθιστορηματικής πλοκής, συνδιαλέγεται με αυτούς του πίνακες, φτιάχνει ιστορίες πάνω στις ιστορίες των πινάκων, και έτσι όχι μόνο διαχειρίζεται το πένθος, αλλά και κερδίζει μια άλλη επαφή με την πραγματικότητα.
Δηλαδή στο βιβλίο η απώλεια είναι μία κινητήριος δύναμη για να μεταμορφώσει την οδύνη, και να ανοίξει τις πόρτες σε μια άλλη θέαση της πραγματικότητας.

Κρ.Π.: Σαν να είναι η απώλεια ένα κενό που σε ωθεί να ανοίξεις νέους ορίζοντες;
 Φ.Τσ.: Που να τολμήσεις να ανοίξεις! Γιατί έχει και ένα ρίσκο αυτό το άνοιγμα. Πάντως, να μην το συγκαλύψεις αυτό το κενό΄ αντίθετα να το ανιχνεύσεις. Είναι τόσο διαφορετικά αυτά τα δύο…
Διότι είμαστε μια κοινωνία, που ζούμε -και κυρίως ζήσαμε- με την συγκάλυψη του πένθους, με την συγκάλυψη της απώλειας, με το να μεταμφιέζουμε γρήγορα, αμέσως, οτιδήποτε μας πονάει, να θέλουμε να… περνάμε μπροστά - θριαμβευτικά, για να καλύπτουμε τα όποια ελλείμματα. Αυτό το πληρώνεις πάρα πολύ άγρια… σήμερα, στην Ελλάδα του 2012.

Κρ.Π.: Σαν να χρειάζεται να διερευνήσεις μια θέση καινούργια μέσα στη ζωή σου γι’ αυτό που έχασες και από την άλλη, το κενό που άφησε η απουσία του, να προσπαθήσεις…
 Φ.Τσ.: …να το επεξεργαστείς, να το ανιχνεύσεις, να το στοχαστείς, και να αντλήσεις ορισμένα –ίσως- δώρα, που μπορεί να κρύβονται εκεί μέσα…
Δηλαδή, στην ουσία, κάπου στο τέλος, γίνεται κάτι πολύ ενδιαφέρον –θα έλεγα- και συναρπαστικό: υποτάσσεται η απώλεια και το πένθος της στην υπηρεσία της ζωής.
Θα ‘λεγα ότι φτάνει στην υπέρβαση του θανάτου΄ και επειδή ο συγγραφέας μπορεί να επιτρέπει τα πάντα στον εαυτό του, εγώ επέτρεψα στη μικρή Βέθρα να μπορεί να συναντιέται στον ξύπνιο της, όχι στον ύπνο της, με τον πεθαμένο αδελφό της΄ και την μυεί ο αδελφός της στα μυστικά του θανάτου, που στην πραγματικότητα είναι τα μυστικά της ζωής.

Κρ.Π.: Όταν διαχειρίζεσαι μια απώλεια, και απώλεια μπορεί να είναι και το να χάσεις τη δουλειά σου, ή μια σχέση, ή οτιδήποτε, περνάς αναλογικά, όλα τα στάδια ενός πένθους. 
Φ.Τσ.: Βέβαια΄ όλα αυτά που βρίσκονται στην καρδιά της παρούσας στιγμής που ζούμε. Ζούμε μέρες θανάτου! Μέρες απώλειας. Και έχει σημασία να πούμε ένα «όχι!» στο καμουφλάζ του πόνου, «όχι!» στον κατευνασμό, «όχι!» στην συγκάλυψη.
Επίσης, τιμάς μια απώλεια, όταν επιτρέψεις στον εαυτό σου να σκεφτεί, τί ήταν για σένα αυτός ή αυτό που χάθηκε. Καμιά φορά η παρουσία, αντίθετα από την απουσία, το φως, το πολύ δυνατό φως, εμποδίζει την ορατότητα, τυφλώνει. Και σαν  έλληνες, ζήσαμε αυτή την τυφλότητα του πολύ δυνατού φωτός.
Κρ.Π.: Μία μορφή διαχείρισης της απώλειας, είναι να προσπαθήσουμε να γεμίσουμε το κενό της εμείς οι ίδιοι, αλλάζοντας; Βάζοντας στη ζωή μας συνήθειες που μας κάλυπτε άνθρωπος που έφυγε ή ότι χάσαμε; 
Φ.Τσ.: Δεν είναι σαν ένα δώρο του πένθους, που ανέφερα πριν, αυτό; Οπότε αν το κάνουμε αυτό, θα είναι και προς τιμήν μας, και προς τιμήν του όποιου χάσαμε, και προς τιμήν της ζωής. Και δεν υπάρχει ζωή χωρίς την επεξεργασία της απώλειας.
Χωρίς την διεργασία της απώλειας, του πένθους, είμαστε ανάπηρα όντα΄ είμαστε μισοί.
Κρ.Π.: Κάτι που έχεις, ή θέλεις να έχεις και το χάνεις, δηλαδή, η όποια απώλεια, δεν είναι ουσιαστικά και μια ματαίωση; Καθημερινά δεν ζούμε πάρα πολλές ματαιώσεις που χρειάζεται να διαχειριστούμε, αντί να τις κουκουλώσουμε – απωθήσουμε, ή να αναζητήσουμε υποκατάσταστα (πολλές φορές εξαρτητικά) για να τις καλύψουμε;

Φ.Τσ.: Όλα αυτά είναι το καμουφλάζ του πόνου της απώλειας΄ το instant  gratification:  εκείνη τη στιγμή άμεσα, να καλύψεις σπασμωδικά αυτό που έχασες, ή δεν έχεις εκείνη τη στιγμή που το θέλεις.
Αυτά τα υποκατάστατα, όμως, είναι τελείως δεκανίκια. Είναι σαν να είσαι ένα πρεζάκι που έχεις απόλυτη εξάρτηση από ένα υποκατάστατο. Και στην απεξάρτηση, ξέρουμε, πως το θέμα είναι να αντέξεις την αποστέρηση χωρίς να τρελλαθείς…
Διότι αν  αντέξουμε να διαχειριστούμε όλες αυτές τις απώλειες, αντί να μας διαλύσουν θα καταφέρουν να μας αφυπνίσουν. Και ίσως αυτό, είναι το ύστατο δώρο που μπορούμε να περιμένουμε.
Γιατί, κακά τα ψέματα, ζήσαμε έναν λήθαργο. Υπήρχε μια πλασματική, κατευνασμένη κατάσταση, ότι όλα είναι μπροστά μας χωρίς πρόβλημα, χωρίς έλλειψη. Λοιπόν, αν καταφέρουμε να ξεπεράσουμε όλη αυτή την τραγική συγκυρία και να μην μας πάρει από κάτω, πιστεύω ότι στην άλλη άκρη, στην άλλη όχθη περιμένει μια άλλη, πιο συνειδητοποιημένη, πιο αφυπνισμένη ζωή.
Τότε, δεν θα ξεγελιέσαι πια εύκολα. Δεν θα αρκεί ένα υλικό αγαθό να σε ναρκώσει. Έτσι, τουλάχιστον, θέλω να ελπίζω. Ίσως είναι ένα ευχολόγιο αυτό που λέω, αλλά θέλω να την έχω αυτή την ευαισθησία.

Κρ.Π.: Για όσους βέβαια, καταφέρουν να επιβιώσουν… Γιατί μπορεί να φαίνεται κλισέ το «ότι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό» του Νίτσε, αλλά είναι και αλήθεια. 
 Φ.Τσ.: Οι μεγαλύτερες αλήθειες είναι κοινότοπες… Αλλά, αν δεν καταφέρουμε να αφυπνιστούμε και να αξιοποιήσουμε την όποια απώλεια, τότε χανόμαστε και ‘μεις μαζί της. Γινόμαστε εμείς οι ίδιοι απώλεια!

Κρ.Π.: Αύριο Παρασκευή, στις 3 Αυγούστου, έχετε μια ομιλία με την συγγραφέα Αμάντα Μιχαλοπούλου, για τα θέματα της απώλειας, και φαντάζομαι τον κόσμο που θα σας παρακολουθεί να ρωτάει κάτι που συνηθίζεται: τι μπορούμε να κάνουμε γι αυτό; 
Φ.Τσ.: Δεν υπάρχουν συνταγές να βγάλουμε σαν τους συνταγολόγους του ΙΚΑ, από το τσεπάκι μας΄ δεν είναι θέμα συνταγής.
Ότι πούμε σε αυτούς τους ανθρώπους που θα μας ακούσουν, είναι κάτι που πασχίζουμε και εμείς να διαχειριστούμε για τον εαυτό μας, μαζί αναζητούμε τις λύσεις.
Τι να κάνουμε; Όλα αυτά που είπαμε, μαζί με το να συνυπάρξουμε, να συμπορευτούμε και να μη χάνουμε το νόημα και το δεσμό. Νόημα και δεσμός: αυτές είναι δύο έννοιες πολύτιμες, τουλάχιστον για μένα.
Η αναζήτηση του νοήματος στις δραστηριότητές μας… Και όσο μπορούμε να προστατεύουμε τους δεσμούς μας. Είναι πάρα πολύ σημαντικό. Διότι, μέσα σε αυτόν τον χαμό, κινδυνεύουν και τα δύο: και η απώλεια νοήματος και ο δεσμός΄ ο κάθε δεσμός με την οικογένειά μας, τον φίλο μας, το διπλανό μας. Αν αυτά καταλυθούν, γίνεσαι τέρας, πλέον΄  χάνεις οτιδήποτε σε καθιστά άνθρωπο.
Και μια μεγάλη απειλή σε αυτή την εποχή, είναι να κοιτάξουμε στον καθρέφτη και να δούμε ένα τέρας μέσα του ή να μην δούμε τίποτα.
Γιατί όσο καλά και αν είσαι, έρχεσαι αντιμέτωπος με τη ματαιότητα κάθε φορά που βγαίνεις έξω και αντικρίζεις τις κούτες με τους ανθρώπους στα πεζοδρόμια. Διότι, όσο καλά και αν είσαι εσύ, πώς μπορείς να είσαι καλά όταν αντικρίζεις τέτοια γεγονότα; Κανείς δεν θα είναι καλά έτσι. Κανείς.
Και κανείς δεν θα αξίζει να είναι καλά, όσο το εισπράττει αυτό σαν μια φυσική κατάσταση ή αναπόφευκτη, όσο περιφρουρημένος κι αν είναι από αυτήν την εξαθλίωση.
Αν μάθουμε να ζούμε μ’ αυτήν χαθήκαμε. Χαθήκαμε, αν μάθουμε να την εισπράττουμε σαν κάτι φυσικό, σαν αναπόφευκτο, σαν μοιραίο, σαν «τι να κάνουμε; έτσι είναι τα πράγματα…», σαν μια παράπλευρη ζημιά σε ένα συνεχιζόμενο πόλεμο…

Να μην γίνουμε όμηροι μιας μοίρας που άλλοι διάλεξαν για μας. Κανείς δεν μας ρώτησε΄ κανείς δεν συλλογίσθηκε την έκταση της κακοποίησης. Από τη μια στιγμή στην άλλη να αλλάζουν βίαια  όλα τα δεδομένα της ύπαρξης μας. Η ανθεκτικοτητα στην υποταγή μυρίζει θάνατο. Μια απάντηση απο τη μεριά της ζωής θα ήταν να γίνουμε ανυπάκουοι, να τολμήσουμε την ανυπακοή όπως κι αν την αντιλαμβάνεται ο καθένας.-

Πηγή: http://tvxs.gr