Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

17 Νοε 2012

Μαρτυρίες μιας μεγάλης εξέγερσης


Νίκος Μπίστης: Στο ΠΑΜ εκπαιδευόμασταν στο να βάζουμε βόμβες
«Εγώ ήμουν στο Αμερικάνικο Κολέγιο. Το Αμερικάνικο Κολέγιο ήταν μία τεράστια αντίφαση, γιατί ενώ ήταν το σχολείο των Αμερικάνων είχε το αμερικάνικο εκπαιδευτικό σύστημα, δηλαδή είχε μία ελευθερία στο εσωτερικό του. Αυτό είχε οδηγήσει και οδήγησε για πολλά χρόνια στο να παράγονται ιδιαίτερα τον καιρό της δικτατορίας μαζικά αριστεροί μέσα από το σχολείο αυτό. Και είχε απολυθεί τότε ο Κώστας ο Καλοκαιρινός, Καθηγητής Ιστορίας που είχε γράψει ένα εξαιρετικό βιβλίο για την βυζαντινή εποχή, που θεωρήθηκε το πρώτο μαρξιστικό βιβλίο, ήτανε από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Παπανούτσου. Επί αποστασίας το βιβλίο πολτοποιήθηκε και απολύθηκε το 1967-1968 και υπήρχαν έτσι σοβαρές αντιδράσεις».

«Αυτό που θυμάμαι το οποίο έχει μεγάλη σημασία και για τις σημερινές εξελίξεις, είναι ότι εμείς τότε στο σχολείο είχαμε, το ΄68, μία ομάδα παιδιών που ήμασταν στο ΠΑΜ, στο Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο, την οργάνωση την αντιστασιακή του ΚΚΕ. Του ενιαίου τότε ΚΚΕ. Αυτή η οργάνωση λοιπόν του ΠΑΜ για ένα διάστημα προσανατολίστηκε στο να μπούνε βόμβες, κάτι απόλυτα νόμιμο και θεμιτό, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας όπου ο μόνος τρόπος να κάνεις αισθητή την παρουσία σου ήτανε ο κρότος. Δεν υπήρχανε τότε δυνατότητες για μαζικό κίνημα. Για τρεις τέσσερις μήνες λοιπόν υπήρχε η γραμμή για βόμβες στο ΠΑΜ. Είχε έρθει θυμάμαι και ο μακαρίτης ο Αντώνης ο Μπριλάκης από το εξωτερικό και εκπαιδευόμασταν στο πως θα βάλουμε βόμβες. Θυμάμαι την αγωνία που είχανε οι καθοδηγητές του ΠΑΜ οι βόμβες αυτές να έχουνε μόνον υλικές ζημιές ή αν είναι δυνατόν καμία ζημιά, απλώς να ακουστεί ο κρότος, να μην υπάρχουνε σε καμία περίπτωση ανθρώπινα θύματα».

Δημήτρης Χατζησωκράτης: Το προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν βασικός χώρος ζύμωσης

«Οι φοιτητικές επιτροπές αγώνα σιγά – σιγά αρχίζουν να θεριεύουν στο Πολυτεχνείο, αλλά και σε άλλες σχολές. Εμείς του Πολυτεχνείου είμαστε φανατικοί υπέρ της λειτουργίας των φοιτητικών επιτροπών αγώνα, διότι εκεί είχαν τη δυνατότητα φοιτητές που είχαν απλά μια αντιδικτατορική διάθεση να βρίσκονται μεταξύ τους, να συμφωνούν σε ορισμένα πράγματα και μετά να τα κάνουν πράξη. Το προαύλιο του Πολυτεχνείου ήταν ένας βασικός χώρος ζύμωσης σχέσεων, οι οποίες προωθούσαν την πολιτική δράση. Από το προαύλιο έμπαινε μέσα στις αίθουσες. Οι σχέσεις που οικοδομήθηκαν εκείνη την περίοδο και μιλάω από το ’72 και μετά, είναι ιδιαιτέρως σημαντικές. Μπήκαμε στη λογική ότι πρέπει να έρθουμε κοντά με τους συμφοιτητές μας, να ζυμωθούμε, να διαμορφώσουμε όρους και προϋποθέσεις, κάποια στιγμή να περάσουμε στη διατύπωση φοιτητικών αιτημάτων και από τα φοιτητικά αιτήματα να δούμε παραπέρα».


Στέφανος Τζουμάκας: Ο Μαρκεζίνης, αυτή η καρικατούρα, μας διευκόλυνε

«Τη νομική σχολή προαποφασίσαμε να την καταλάβουμε. Συγκεντρωθήκαμε κάπου και είπαμε θα το κάνουμε. Και παίρνουμε την απόφαση και λέμε αύριο θα καταλάβουμε το κτίριο. Μια συγκεκριμένη φοιτήτρια που ήτανε τότε στο χώρο του αγώνα είπε θα φέρει και θα παραδώσει σε εμένα τον τηλεβόα. Και πράγμα το οποίο και έγινε και σηκώθηκα στα σκαλιά με τον τηλεβόα. Και αυτό ήτανε. Αμέσως έγινε μια συγκέντρωση πάνω από πεντακόσιους, χίλιους, χίλιους πεντακόσιους, δύο χιλιάδες φοιτητές και καταλάβαμε το κτίριο. Υπήρχε μια συνείδηση και μια συνειδητοποίηση. Η κατάληψη του Πολυτεχνείου δεν αποφασίστηκε με τον ίδιο τρόπο. Η κατάληψη του πολυτεχνείου ήταν αποτέλεσμα και της ρήξης της χούντας. Δηλαδή ο Μαρκεζίνης, αυτή η καρικατούρα, αυτό το μασκάρεμα, μας διευκόλυνε για να βγούμε μπροστά και να πούμε εμπρός για ένα πιο δυνατό χτύπημα».

«Μπαίνει το τανκς, πηδάω από την κολώνα, πέφτουν τα σίδερα χτυπούν την Πέπη τη Ρηγοπούλου που είναι τώρα Καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο, και μπήκανε εφ΄ όπλου λόγχη οι λοκατζήδες και με τα χέρια ψηλά μας πήγανε όλους στα κτίρια. Εκεί μια ομάδα από μας ξεφύγαμε από τα κτίρια, σαλτάραμε στη Στουρνάρα και βγήκαμε στο δρόμο όπου υπήρχανε χιλιάδες αστυνομικοί με παλούκια που ξυλοκοπούσαν αγρίως όποιον ήταν, γιατί άρχισε η έξοδος με τα χέρια ψηλά. Ο στρατός η κυβέρνηση και η δημοκρατία. Αυτά για όλους τους ακροδεξιούς, για όλο αυτό το φασισταριό που ξαναγέννησε η χώρα. Τους πατριδοκάπηλους, τους εθνικιστές, τους ξενόφοβους και αυτούς που θέλουνε τέτοια ακραία καθεστώτα ολοκληρωτικά».

Χρήστος Λάζος: Μιλούσαμε με «σήματα μορς» στα κελιά της χούντας

«Υπήρχε ένα σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των κρατουμένων στα κελιά της χούντας, πασίγνωστο σε όλους τους παλιούς. Ξεκινάει στην πρώτη δόση με ένα είδος Μορς αυτοσχέδιο, η πρώτη εκδοχή του, η πιο βαριά είναι ένα χτύπημα το Α, δύο το Β, είκοσι τέσσερα το Ω. Αν θέλεις να πεις τη λέξη «ΩΡΑ», πρέπει να χτυπάς πάρα πολλές φορές. Υπάρχει και μια πιο προχωρημένη εκδοχή του, χωρίζεις τα 24 γράμματα σε πέντε πεντάδες, η τελευταία είναι τετράδα και για να ορίσεις ένα γράμμα χτυπάς πρώτα το σε ποια πεντάδα βρίσκεται και έπειτα ποιό γράμμα είναι την πεντάδα. Έτσι το Ω, αντί να είναι είκοσι τέσσερα χτυπήματα, γίνεται εννιά, είναι μια οικονομία επικοινωνίας τρομερή. Και υπάρχει ακόμα και μία τρίτη, όπου για την περίπτωση που θεωρείς ότι κάποιος μπορεί να ακούει και άρα κάνεις μικροπαραλλαγές, δηλαδή αφαιρείς ή προσθέτεις συνήθως. Δηλαδή η πρώτη τετράδα δεν είναι ένα, είναι δύο. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά από ένα σημείο και έπειτα υπάρχει μία ενδοεπικοινωνία που σου επιτρέπει να ξέρεις αυτοί που είναι στην ίδια πτέρυγα, αν επικοινωνούν όλοι, ποιοι είναι και περίπου πως εξελίσσεται η κατάσταση».


Αντώνης Νταβάνης: Η ανταπόκριση στην εργατική συνέλευση ήταν άμεση

«Από την Πέμπτη το βράδυ αρχίζει ουσιαστικά να λειτουργεί η εργατική Συνέλευση. Υπήρξε ένα προσωρινό Προεδρείο. Έκανε κάποιες προτάσεις προς την Συνέλευση. Στην Συνέλευση θα πρέπει να συμμετείχαμε πάνω από 1000 άτομα. Οι προτάσεις ήταν να βγούνε κάποιες προκηρύξεις, να διανεμηθούν στους χώρους γύρω από την Ομόνοια που συγκεντρώνονταν οι οικοδόμοι και όπου αλλού μπορούμε. {...} Τα αιτήματα που έβαζε σε πολύ γενικές γραμμές, ήταν η γενική απεργία και η καθολική συμμετοχή των εργατών και εργαζομένων στην εργατική Συνέλευση και στο κίνημα του Πολυτεχνείου. Εκτός από τους οικοδόμους οι οποίοι ανταποκρίθηκαν άμεσα, από την πρώτη στιγμή - φύγανε από τα καφενεία της Ομόνοιας και ήρθανε στο Πολυτεχνείο - ανταποκρίθηκε και ένα μεγάλο μέρος των εργατών της Coca Cola. Επειδή κάποιος από τους συμμετέχοντες στην εργατική Συνέλευση εργάζονταν στην Coca Cola πήρε προκηρύξεις το πρωί, πήγε στο σημείο που τα πούλμαν παίρνανε τους εργάτες, μοίρασε τις προκηρύξεις και είχαμε μεγάλη συμμετοχή και από εκείνους τους εργαζόμενους. Αμεσότατη η ανταπόκριση του κόσμου θα έλεγα. Όπου έφτανε η προκήρυξή μας την ίδια στιγμή. Αφού την τελευταία μέρα της κατάληψης, Παρασκευή βράδυ, δηλαδή, δεν είχαμε χώρο όχι στην αίθουσα Γκίνη, αλλά ούτε και στους διαδρόμους και στις σκάλες. Η εργατική Συνέλευση είχε περίπου 5000 άτομα».

Θανάσης Μπαϊκούσης: Εξαφανίσου μου λέει, γιατί έξω σκοτώνουν

«Από την Παρασκευή το απόγευμα και μετά τα γεγονότα κυλήσανε πάρα πολύ γρήγορα. Δεν είχα την δυνατότητα να κάτσω να το σκεφτώ ποτέ μου και νομίζω και οι άλλοι και οι περισσότεροι απ’ αυτούς που ήταν μέσα δεν είχαν την δυνατότητα. Από την Παρασκευή το απόγευμα και μετά που αρχίζουν και χτυπάνε γύρω-γύρω στην περιοχή, υπάρχει ένας αναβρασμός, μια αναμπουμπούλα, ένας διάχυτος φόβος, μια διάχυτη αγωνία, αλλά ταυτόχρονα και μια έντονη αγωνιστικότητα σε όλους που είναι μέσα. Τα μεγάλα αμφιθέατρα ή οι μεγάλες αίθουσες έχουν γίνει χώροι ανεφοδιασμού. Άνθρωποι έρχονται απ’ έξω για να φέρουν τρόφιμα και φάρμακα. Συνθήματα από μέσα».

«Εγώ βγήκα από τους τελευταίους. Πάντως είναι αργά. Όταν μπαίνει το τανκ μέσα εγώ είμαι από την μεριά της Στουρνάρη. Στουρνάρη και Κάνιγγος, από την κάτω μεριά στο κυλικείο. Ο σταθμός μιλάει, τα μεγάφωνα ακούγονται, η φωνή της Δαμανάκη φωνάζει για τα αδέρφια μας, έχει μαζευτεί ο στρατός από την μεριά της Πατησίων, έξω πέφτουν αρκετοί πυροβολισμοί, ακούγονται γενικώς σε όλο τον χώρο αρκετοί κρότοι από πυροβολισμούς και από εκρήξεις. Κάποια στιγμή πέφτει η πόρτα μπροστά και εγώ είμαι επάνω στο ταρατσάκι. Μαζί μου και 4 ή 5 άλλα παιδιά. Αυτό που θυμάμαι αμυδρά είναι μια κοπελιά. Στο Πολυτεχνείο έχει μπει κόσμος και στρατιώτες. Εγώ προσπαθώ να κατεβάσω την κοπελιά και εμφανίζεται ένας στρατιώτης κακομοίρης, πολύ καλός. Την ώρα που η κοπελιά φωνάζει «πως θα κατέβω» εκείνος της λέει «περίμενε, θα έρθω εγώ» και βάζει το όπλο του δίπλα στο μαντράκι και με βοηθάει. Πηδάει η κοπελιά στην αγκαλιά, πηδάω και εγώ από πίσω του και μου δίνει κιόλας μια σφαλιάρα στην πλάτη και μου λέει «εξαφανίσου γιατί έξω σκοτώνουν».


Βέρα Δαμόφλη: Όταν ήρθαν τα τανκς ήμασταν μόνοι μας

«Όταν ξεκίνησαν τα πρώτα τανκς ήμασταν μόνοι μας. Δεν είχαμε καμία πολιτική κάλυψη. Γιατί το λέω και το ξαναλέω πως αν είχαν έρθει μπροστά πέντε πολιτικοί ή πέντε παπάδες και δυο στρατηγοί, δεν θα είχαν σκοτωθεί οι άνθρωποι, δεν θα είχε μπει το τανκς στο Πολυτεχνείο. Γιατί τα εκ’ των υστέρων... καλά είναι. Όταν ήρθε το τανκς και στήθηκε - τρία μου φαίνεται ήταν - και στήθηκε και μας έριξε τον προβολέα, η δική μου εντύπωση ήταν ότι θα μας πατήσει. Γιατί έκανε το «ντούκου – ντούκου», πάτησε τη Μεσερντές και καθώς τρέχαμε, σκεφτόμουν «θα προχωρήσει και όποιον βρίσκει μπροστά του θα τον πατάει». Εντάξει, δεν το έκανε, αλλά εκείνη τη στιγμή αυτό νιώθεις. Ακούς τους πυροβολισμούς, βλέπεις τους κάλυκες, ακούς για νεκρούς, τι να σκεφτείς; Ήταν πολύ άγριο που το άφησαν να γίνει. {...} Οι πολιτικοί έπρεπε να σκεφτούν και κάποιους μήνες παραπέρα. Έτσι πιστεύω. Εμείς νέοι ήμασταν, κάποιοι μπορεί να είπαν ότι ήμασταν και άμυαλοι. Τους φτιάξαμε το προφίλ τους μια χαρά. Αντιδικτατορικό προφίλ φτιάξαμε και σε εκείνους που δεν είχαν, νομίζω. Βέβαια, τώρα οι περισσότεροι είναι έξω από τα κόμματα».

Μίμης Ανδρουλάκης: Αν δεν χάναμε την Κύπρο θα είχαμε νέο ξέσπασμα

«Ήτανε ήδη Παρασκευή μεσημέρι και εμείς καταλαβαίναμε ότι η αστυνομία θα χτυπήσει {...}. Πιάναμε τα σήματα της αστυνομίας. Φαινότανε ότι γίνεται μετακίνηση στρατευμάτων, ειδοποιούνταν για το χτύπημα. Δεν προλάβαμε εμείς να κάνουμε τη μεγάλη έξοδο, γιατί χτυπήθηκε το κίνημα εκείνη τη στιγμή. Η χούντα θα έπεφτε γιατί απομονώθηκε τελείως από το λαό αλλά δεν θέλαμε να πάμε στα κυπριακά γεγονότα. Υπάρχει και η άλλη πλευρά του πολυτεχνείου, δεν είναι μόνο το σύμβολο και ο αγώνας. Υπήρχε μια στρατηγική μεγάλη πως θα πέσει η χούντα; Χάσαμε την Κύπρο. Θα μπορούσε να πέσει και αλλιώς η χούντα. Το Πολυτεχνείο ορθώς έγινε παρά τις επιφυλάξεις – και λίγο λογικές -  που είχαν όλα τα κόμματα. Μακάρι να παίρναμε εμείς την πρωτοβουλία των κινήσεων και να μην προλάβαιναν να χτυπήσουν και να σκοτωθούν και ενενήντα άνθρωποι».

«Το βράδυ του Πολυτεχνείου ήμουνα χάλια, ματωμένος, όχι από χτύπημα, από τα δακρυγόνα. Παλιά όταν ήμουνα πιτσιρικάς είχα άσθμα βρογχικό. Από τα πολλά δακρυγόνα εκείνο το βράδυ έκανα αιμόπτυση κι ήμουνα καταματωμένος αλλά ξεγλίστρησα. Έφαγα πολύ ξύλο αλλά ξεγλίστρησα και μπήκα στη βαριά παρανομία μετά. Συνεχίζαμε βεβαίως την οργάνωση του αγώνα. Ήταν όμως πολύ δύσκολα τα πράγματα γιατί χτυπήθηκε πολύ το κίνημα. Μετά υπήρξαν μεγάλα χτυπήματα σε όλες τις οργανώσεις. Εμείς που ήμαστε σε εφεδρικό μηχανισμό δεν χτυπηθήκαμε, μείναμε αλώβητοι και συνεχίζαμε κανονικά. Μάλιστα αν δεν έπεφτε η χούντα μέσα στα γεγονότα της Κύπρου θα γινότανε χαμός στην Αθήνα. Θα είχαμε νέο ξέσπασμα».


Φώτης Προβατάς: Μέσα στο Πολυτεχνείο υπήρχαν και ανθρωπάκια

«Έχει πέσει η χούντα από την προηγούμενη, είμαστε στο γραφείο μου Και κάποια στιγμή έρχεται ένας συνάδελφός μου και μου λέει σε ζητούν και ήταν κάπως αναστατωμένος. Ήτανε ο πρύτανης που με είχε διώξει, που μου είχε στερήσει το δίπλωμα, που με είχε αποβάλλει. Και που του είχα πει κάποτε ότι κάποια στιγμή θα έρθει και θα το σκεφτείς και θα το μετανιώσεις πάρα πολύ αυτό που κάνεις, που αντί να μας υπερασπιστείς μας στέλνεις στο απόσπασμα και μας στερείς το δίπλωμά μας, τη ζωή μας. Βγήκα πράγματι έξω και βρήκα έναν άνθρωπο που έμοιαζε με εκείνον τον πρύτανη, αλλά δεν ήταν ο πρύτανης. Δηλαδή ήταν, αλλά ήταν ένα αξιολύπητο ανθρωπάκι που έτρεμε και έκλαιγε. Τον πήρα στο γραφείο μου και άρχισε να κλαίει και να παρακαλεί να μην του κάνω κακό, να μην αφήσω να του κάνουν κακό, ότι έκανε το έκανε για την οικογένειά του, ότι το έκανε γιατί είχε παιδιά και φοβόταν. [...] Μέσα στο ίδιο το πολυτεχνείο υπήρχαν καθηγητές όπως ο Παναγιωταράκος, ο Κοκκινόπουλος, ο Τάσιος, ο Κυδωνιάτης κι άλλοι που τώρα δεν θυμάμαι, μεγάλοι, σπουδαίοι άνθρωποι, που πήραν στην πλάτη τους αυτή την ιστορία. Και αυτά τα ανθρωπάκια που ήταν αξιολύπητα και που βέβαια σε αυτούς κατέφυγε η χούντα για να δώσει τα αξιώματα».

Πηγή: http://tvxs.gr/