Ένα χαμόγελο ντροπαλό χάσκει
και δεν εμφανίζεται.
Δίπλα ξύνουνε μάρμαρα,
κάποιο άγαλμα θα
γεννιέται.
‘’Αγαπήσαμε εμείς.
Άσχετους, σχετικούς,
κυρίως ερήμην’’.
Έμεναν τα χέρια που
σφίγγουν :
Τον εαυτό τους, κάποια
αδέρφια τους
και σώθηκε η ‘’επαφή’’
στα λεξικά.
Σκέφτομαι πως συνήθως
γράφουμε βλακείες.
Παίζουμε με τις λέξεις,
πλάθουμε εικόνες ενώ προϋπάρχουν.
Φοβόμαστε τα πράγματα
ελπίζοντας στον απόντα
εαυτό μας.
Κι αν το άγαλμα είναι
κάποιου θαρραλέου;
Κι αν το χαμόγελο φωτίσει
τη μασκαράτα ;
Θα έρθει μια λούτρινη
γυναίκα
–υποθέτω τότε-
θα κάτσει αναπαυτικά στον
καναπέ μας
κι όλα θα τα κοιτάζει.
Έτσι που να μην
αισθανόμαστε
τίποτε, απ΄το τίποτε
στο τίποτε.