Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

22 Δεκ 2012

Tο καταδικασμένο κυπαρίσσι

Στο τραίνο. Κάθομαι δίπλα στο παράθυρο. Απέναντί μου  έρχεται  ένας άντρας, γύρω στα εξήντα, εξηντα πέντε, ίσως και παραπάνω. Ρούχα επιμελημένα, αλλά λίγο φθαρμένα. Αδύνατος. Στο πρόσωπό του κακουχία και τραχύ δέρμα με βαθιές ρυτίδες.
Παλιά,  παιδάκι, τη δεκαετία του ΄60, έβλεπα συχνά τέτοια πρόσωπα στα λεωφορεία, που ήταν τότε ένας τόπος συνάντησης  όλων των τάξεων, αστών, μικροαστών και φτωχών.  Έμπαιναν άνθρωποι από την περίεργη φυλή των "φτωχών". Τους ξεχώριζα από το τραχύ σαγρέ δέρμα, τις ρυτίδες, την έκφραση, τα παλιά ρούχα. Είχαν ένα βλέμμα μονωμένο, στραμμένο προς τα μέσα, χωρίς σε τίποτα και σε κανέναν να αφήνει παράθυρο για οίκτο, βλέμμα γεμάτο αξιοπρέπεια. Η οικονομική κακουχία ήταν μεν αποτυπωμένη πάνω τους, τη φτώχεια τους την έφεραν, αλλά δεν την έσερναν, όπως οι άστεγοι.
Η μάνα μου με κράταγε σφιχτά από το χέρι, φορούσε τότε ακόμα την οπερετική της  πλερέζα με το διαφανές τούλι να κρύβει το πρόσωπό της κι έμοιαζε με περίεργο  πτηνό με λοφίο. Με κράταγε σφιχτά από το χέρι κι από το σφίξιμό της καταλάβαινα την προσπάθειά της να αποτρέψει το βλέμμα μου από τα πρόσωπα αυτά, τα ξένα στην τάξη μας. Κι εμείς είχαμε βάσανα, πένθος, ορφάνια, αλλά αυτό το αλλότριο του να μην έχεις στον ήλιο μοίρα, να μην έχεις να φας, δεν το είχαμε. Η ίδια  είχε ζήσει την πείνα της Κατοχής  κι ήθελε με κάθε τρόπο να την ξεχάσει. "Κλείσε τα μάτια σου, δεν σε αφορά αυτός ο κόσμος", έλεγε το χέρι της. Με τράβαγε, κατεβαίναμε μετά κι εγώ άρχιζα να ουρλιάζω, προσπαθώντας να της ξεσκίσω την πλερέζα.

Τα πρόσωπα εκείνης της εποχής αναγνώρισα στον εξηνταπεντάρη που καθόταν απέναντί μου στο τραίνο. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Συνταξιούχος; Νηστικός; Πόσον καιρό; Ξεπαγιασμένος; Έχει ρεύμα; Έχει σπίτι; Για πόσο θα έχει σπίτι;
Καινούργιο το κοινωνικό τοπίο, με ταχύτητα φωτός μεταβαλλόμενο. Δεν το προλαβαίνεις. Δεν προφταίνει ο νους να προσαρμοστεί στα δεδομένα.
Στο τραίνο του γυρισμού πάλι μια μεσήλικη  κοντή κυρία με προσεγμένα ρούχα, καθαρό παλτό, μαντήλι στο λαιμό, μπήκε ζητιανεύοντας. Μιλούσε δυνατά. Της έκοψε το επίδομα η Πρόνοια, έλεγε. Δεν είχε να φάει. Γι' αυτό, ναι, ζητιανεύει...

Επιστρέφω σπίτι μου, περπατώ σκυφτή με το μούδιασμα του δέους μπροστά στο Καινούργιο, νιώθοντας το χνώτο του στην πλάτη μου. Στο σπασμένο πεζοδρόμιο, παρά λίγο να πατήσω ένα κυπαρισσόμηλο. Κοντοστέκομαι. Κοιτάζω πάνω. Δίπλα μου ένα κυπαρίσσι, στην πρασιά,  στο πάρκο. Κοιτάζω κάτω ξανά το κυπαρισσόμηλο. Κάτι μου τραβάει την προσοχή. Κοιτάζω προσεκτικότερα.Το κυπαρισσόμηλο έχει σκάσει και από τη σχισμή του έχει ξεπεταχτεί ένα μωρό φυτό.
Σκύβω,  το επεξεργάζομαι. Μια ρωγμή στον καρπό, και μέσα της ένα  κυπαρισσάκι έναν πόντο ψηλό. Δυνατό και καταδικασμένο.
Το παίρνω.

Μόλις φτάνω σπίτι το φυτεύω στο χώμα μου.


Πηγή: boukalistithalassa