Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

9 Ιουν 2013

Οι προσφορές, TED HUGHES

Mόνο δύο μήνες νεκρή
Και ήσουν εκεί, ξαφνικά κοντά μου πάλι.
Στη Λέστερ Σκουέαρ επιβιβάστηκα στη Βόρεια Γραμμή
Κάθησα στη θέση μου και να 'σαι ξανά. Κι εκεί
Αρχισε το όνειρο που δεν ήταν όνειρο.
Σε κοίταξα κι εσύ με αγνόησες.
Ο ρόλος σου στο όνειρο ήταν να με αγνοείς.
Ο δικός μου ήταν να είμαι αόρατος — απελπιστικά
Ανήμπορος να εκδηλωθώ.
Μονάχα ένα κενό, άυλο βλέμμα. Στήριξα —
Ολο το βάρος της δύσπιστης ματιάς μου
Στο πρόσωπό σου, απίστευτα αληθινό, κι όντως εκεί.
Δεν άλλαξαν πολλά, αναλλοίωτα χάρη στην πίεσή μου.
Τρανταζόσουν μόνο ελαφρά καθώς το βαγόνι
Προχωρούσε υπόγεια προς τον βορρά.
Φαινόσουν μεγαλύτερη — ο θάνατος σε είχε γεράσει λιγάκι.
Πιο χλωμή, μάλλον κιτρινωπή, όπως ήσουν
Στο νεκροτομείο, αλλ' ασυγκίνητη.
Σαν οι γραμμές που ξετυλίγονταν και το τράνταγμα της διαδρομής
Να 'ταν της ζωής σου η ταινία, που σου τραβούσε την προσοχή.
Το βλέμμα σου, εσωτερικό, απέφευγε το δικό μου.
Το καλάθι στα γόνατά σου, γεμάτο δέματα.
Η τσάντα σου μ' ένα μακρύ λουρί. Τα χέρια σου
Σταυρωμένα πάνω στον σωρό. Στυλωμένο
Το βλέμμα μου έγειρε πάνω σου όπως ένα βλέμμα —
Θα 'γερνε το μάγουλό του σε κάποιο χέρι. Το απίθανο
Συνέχισε να μοιράζεται μαζί σου το ελαφρύ τράνταγμα.
Τα βλέφαρά σου, τα χείλη σου ελαφρώς σφιγμένα, η μελαγχολία σου.
Οπως στο όνειρο που επιμένει
Απλώς στο απίθανο και διαρκεί
Το ένα δευτερόλεπτο μετά το άλλο,
Και γίνεται ολοένα πιο απίστευτο —
Σαν να γύρισες αργά το πρόσωπό σου και αργά
Να μου χαμογέλασες ανάμεσα στα μάτια, προκαλώντας με
Εκεί, ανάμεσα στους ζωντανούς, να μιλήσω στους νεκρούς.
Δεν φαινόταν όμως να γνωρίζεις τον ρόλο που έπαιζες.
Κι όπως σε όνειρο, εγώ δεν αποκρίθηκα.
Προσπάθησα μόνο να ξεχωρίσω την ανάμνηση
Του προσώπου σου από εκείνο το καινούργιο που φορούσες.
Αν αποβιβαζόσουν στο Τσοκ Φαρμ, είπα στον εαυτό μου,
Θα σε ακολουθούσα σπίτι. Θα μιλούσα.
Θα έκανα μια προσπάθεια ν' αρπάξω
Αυτή την προσφορά, αυτό το θλιβερό υποκατάστατο
Που μου επιστράφηκε με τον θάνατο, που μου αποκαλύφθηκε
Εκεί στον Υπόγειο — σίγουρα σαν να απαιτούσε
Τον έλεγχο και την επιβεβαίωσή μου.
Φτάσαμε στο Τσοκ Φαρμ. Εγώ σηκώθηκα. Εσύ παρέμεινες.
Ηταν η στιγμή της δοκιμασίας.
Σου αφαίρεσα το πρόσωπο και το έβγαλα
Εξω, στην αποβάθρα, σ' αυτό το όνειρο
Που αφηγούνταν όλη τη ζωή του Λονδίνου.
Σε παρατηρούσα καθώς απομακρυνόσουν, μεταφερόσουν μακριά
Προς τον βορρά, πίσω στην άβυσσο
Το αληθινό καινούργιο πρόσωπό σου αμετάβλητο, φωτεινό, ανυποψίαστο,
Ορατό για ακόμη κάμποσα δευτερόλεπτα, κι έπειτα χάθηκε
Αφήνοντάς μου το αρχικό κενό
Εκεί όπου ήσουν εσύ πριν, και ξαφνικά δεν ήσουν.

Ολα όμως προσφέρονται τρεις φορές.
Και ξαφνικά καθόσουν στο δικό σου σπίτι.
Νέα όπως παλιά, ανέγγιχτη από τον θάνατο. Σαν
Παραίσθηση — που δεν πρέπει να σβήσει από το βλέμμα.
Μια εικόνα οδυνηρή — παραμορφωτική στον αμφιβληστροειδή μου.
Μάλλον δεν ήξερες πως ήσουν εσύ η ίδια.
Δανείστηκες μέχρι και τ' όνομα της παλαιότερης αντιπάλου σου —
Σαν να 'ταν το πιο εύκαιρο. Κι όμως ήσουν
Τόσο εσύ, που τα ημισφαίρια του εγκεφάλου μου
Φάνηκε να σταματούν προσωρινά να λειτουργούν
Αναγνωρίζοντας εσένα και συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα πως εσύ
Δεν ήσουν πραγματικά εσύ. Βλέποντάς εσένα, κι όμως
Τόσο θρασύτατα συνέχιζες να είσαι μια άλλη.
Είχες κρατήσει ακόμη και τα γενέθλιά σου — ακριβής
Σαν ένα βέλος στη μη πιθανότητα.
Και ζούσες μόλις δύο μίλια απ' όπου είχαμε ζήσει μαζί.
Αλλα πνεύματα συνωμοτούσαν σαν ομάδα υποστήριξης
Για να σου δώσουν καινούργιους γονείς, καινούργιον αδελφό.
Με φλέρταρες και πάλι — διακριτικά.
Ανάσαινα έναν περίεργο αέρα — το υγραέριο
Του κάτω κόσμου, όπου τόσο εύκολα κατήλθες
Για ν' αποκτήσεις τη νέα σου οντότητα. Μου περιέγραψες
Το όνειρο της ρομαντικής ζωής σου, που είχε διαρκέσει
Σε όλο τον γάμο μας, εκεί στο Παρίσι — σαν να μην
Είχες επιστρέψει ποτέ έως στιγμής.
Ο θάνατος σού είχε στερήσει το ταλέντο. Ή ίσως
Το είχε μετατρέψει σε κάτι πιο ήρεμο —
Μια σιωπηλή άγρια λαχτάρα, μια πνιγμένη
Αγριότητα της λαχτάρας σε μάτια
Τόσο παράξενα, απαράλλαχτα. Πάλεψα για λίγο
Στη διττή νεκροζώντανη ύπαρξή μου.
Σκέφτηκα: «Είναι σύμπτωση — μια απλή
Αδράνεια της ορμής της ζωής μου, που προσπαθεί
Να κρατήσει τα πράγματα, όπως ήταν, λες και η παράσταση
Πρέπει να συνεχιστεί με κάθε κόστος, με τις ίδιες μάσκες, τους ίδιους ρόλους,
Ανεξαρτήτως ηθοποιών». Με κομμένη την ανάσα
Στον πυθμένα του Ρήνου, σχεδόν αναίσθητος,
Νωχελικά σαν κάποιος που πνίγεται
Απελευθερώθηκα.
Το ευγενικό τελεσίγραφό σου χαλάρωσε τη λαβή του.
Πιστή στο απόκοσμο χιούμορ, αμέσως
Μου έστειλες μια όμορφη κάρτα από τη Χονολουλού.
Κατόπιν, ένα ενθύμιο από το υπερπέραν,
Κάθε χρόνο μια κάρτα από τη Χονολουλού.
Φαίνεται πως κατάφερες την επιστροφή σου στους ζωντανούς
Αφήνοντας εμένα ως ενέχυρο, έναν όμηρο παρατημένο
Στη χώρα των νεκρών.
                                             Ολοένα και λιγότερο
Σκεφτόμουν να δραπετεύσω.
Ακόμη και στα όνειρά μου, το σπίτι μας έστεκε ερειπωμένο.
Ξαφνικά, όμως –την τρίτη φορά– ήσουν εκεί.
Νεότερη απ' όσο σε γνώρισα εγώ. Εσύ
Σαν φτιαγμένη από την αρχή, μισή άγρια ελαφίνα, μισή
Ενα αψεγάδιαστο πλάσμα, ανεκτίμητο, πολύπλευρο
Οπως ένα κυανό πετράδι. Ηρθες πίσω μου
(Ενώ ήμουν ανυπεράσπιστος, καθώς δοκίμαζα
Βυθίζοντας το ένα μου πόδι στο τρεχούμενο νερό του μπάνιου)
Και μίλησες — αυστηρά όπως μια φωνή οικεία
Σε ξυπνάει μιλώντας πάνω από τη βουή του ποταμού, επιτακτικά,
Κοντινά: «Αυτή είναι η τελευταία. Αυτή εδώ. Αυτή τη φορά
Μην με απογοητεύσεις».

Ποίημα από την επικείμενη κυκλοφορία της συλλογής Ουρλιαχτά και ψίθυροι,

μτφρ.: Βασίλης Μανουσάκης, ειδική έκδοση 110 αντιτύπων, (.poema..) εκδόσεις, 2013