Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

23 Μαρ 2015

Μαθητικές Παρελάσεις




Η ιστορία των μαθητικών παρελάσεων
Οι πρώτες μαθητικές παρελάσεις στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα παρελάσεις με τη συμμετοχή μαθητών πραγματοποιούνται σποραδικά από τα τέλη του 19ο αιώνα, αποτελώντας και αυτές κομμάτι των εκδηλώσεων για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου.

Από ρεπορτάζ εφημερίδας, την 26η Μαρτίου 1899, μαθαίνουμε ότι κατά την «εθνική εορτή» όλοι οι μεγάλοι δρόμοι της Αθήνας ήταν σημαιοστολισμένοι, ενώ η Ερμού είχε «καταληφθεί» από στρατιωτικά σώματα, τα οποία μετά τη δοξολογία πραγματοποίησαν παρέλαση στην οδό Σταδίου, «με τη μουσική επικεφαλής». Το αξιοσημείωτο, κατά τον αρθρογράφο, ήταν ότι στην παρέλαση συμμετείχαν και μαθητές: «Ιδιαιτέραν αίσθησιν έκαμεν η πρώτην φοράν εφέτος γενομένη παρέλασις των μαθητών των νομαρχιακών σχολείων Αττικής κατά τετράδες βαινόντων με την ελληνικήν σημαίαν εμπρός» ανέφερε, ενώ δεν ξεχνούσε να αποδώσει τα εύσημα σε αυτόν που πήρε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία: «Εύγε εις τον έχοντα την ωραίαν ιδέαν κ. Μιχαλόπουλον επιθεωρητήν των σχολείων».

Από τις αρχές του 20ου αιώνα έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1930 βρίσκουμε συχνά αναφορές στον ημερήσιο Τύπο για την πραγματοποίηση μαθητικών παρελάσεων: Σταχολογώντας από την εφημερίδα Εμπρός πληροφορούμαστε ότι κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου 1914, οι μαθητές στο Άργος και τη Λάρισα συμμετείχαν σε λαμπαδηφορία. Μάλιστα στη δεύτερη πόλη, η παρέλαση έγινε με τη συμμετοχή και του στρατού. Επιπλέον στην Κέρκυρα κατά τη διάρκεια της νύχτας «εγένετο λαμπρά παρέλασις προ των Ανακτόρων και δια των κεντρικοτέρων οδών, των στρατιωτικών λαμπαδηφορούντων, των δε μαθητών του Γυμνασίου μετά ανηρτημένων ενετικών φανών τη συνοδεία της μουσικής Ρομποτή έψαλλον το εμπνευσμένο εμβατήριο ”Ήπειρος”».

Δέκα χρόνια μετά, τα σχολεία του Πειραιά παρουσιάζονται –πάλι μέσα από τις στήλες του Εμπρός– έτοιμα να παρελάσουν μαζί με το στρατό. Ωστόσο από τους εορτασμούς «απουσιάζε» ο Βασιλιάς, μιας και η μέρα εκείνη συνέπεσε με την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Λαμπρή ήταν και η παρέλαση της 25ης Μαρτίου 1926, που κατέληξε στο Παναθηναϊκό Στάδιο: «Προ του Σταδίου είχε παραταχθή τάγμα του 1ου Συντάγματος και άνδρες της αστυνομίας πόλεων (…)Μέχρι τις 10.30 είχε τελειώση η προσέλευσις των σχολείων, των προσκόπων, των μαθητριών, των Λυκείων, κτλ». Το 1932 στην Αθήνα πέρα από το στρατό συμμετέχουν στην παρέλαση ενώπιον των επισήμων στον Άγνωστο Στρατιώτη, τα σχολεία μαζί με τους προσκόπους, η «φρουρά της πόλης» και «εθνικιστικές οργανώσεις».

Από τα παραπάνω γίνεται πρόδηλο ότι το τελετουργικό των εορτασμών δεν ήταν σταθερό και αμετάβλητο, τα δρομολόγια των παρελάσεων άλλαζαν συχνά, όπως και οι συμμετέχοντες – με εξαίρεση φυσικά το στρατό. Επιπλέον η παρουσία των μαθητών στις παρελάσεις μέχρι το 1936 δεν φαίνεται να έχε επίσημο, πανελλαδικό και αυστηρά συμπληρωματικό προς τη στρατιωτική παρέλαση χαρακτήρα. Μοιάζει δε περισσότερο να οργανώνεται πρωτοβουλιακά από τοπικούς ή σχολικούς φορείς.

Η κατάσταση αυτή θα αλλάξει το 1936. Το Μάρτιο της χρονιάς αυτής παρελαύνουν τα σχολεία επικεφαλής αυτή τη φορά της πομπής, μπροστά από το διορισμένο πρωθυπουργό Μεταξά και τον Βασιλιά. «Πρώτον παρήλασαν τα σχολεία, αι οργανώσεις, οι τροχιοδρομικοί, αντιπροσωπεία χωρικών Μακεδόνων με τας εθνικάς των ενδυμασίας, οι παλαιοί πολεμισταί», διαβάζουμε στο ‘Εθνος. Ακολούθησε το στράτευμα.
Η καθιέρωση των μαθητικών παρελάσεων από τον Μεταξά

Λίγους μήνες αργότερα, ο Μεταξάς θα επιβάλει δικτατορία, με την ανοχή και υποστήριξη του Βασιλιά. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θα ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ανάπτυξη της στρατιωτικής συνείδησης της νεολαίας και θα χρησιμοποιήσει τις παρελάσεις ως όργανα για την επίτευξη των σκοπών του. Το φασιστικό μοντέλο που θαύμαζε ο δικτάτορας προέβλεπε κάθετη στρατιωτική οργάνωση της νεολαίας και έδινε ιδιαίτερο βάρος στις «γυμναστικές επιδείξεις», στις «παρατάξεις», στις «παρελάσεις» και στις «λαμπαδηφορίες». Η ελληνική μίμηση δεν έφτασε βέβαια την επιβλητικότητα των τελετών που οργάνωνε ο Μουσολίνι ή ο Χίτλερ, αλλά ακολουθούσε πιστά τη συνταγή τους. Από τότε η σχολική παρέλαση συνδέθηκε απόλυτα με τη στρατιωτική, και η απουσία των μαθητών θεωρήθηκε αξιόποινη πράξη, ισοδύναμη με την παράβαση στρατιωτικού καθήκοντος.

Οι παρελάσεις, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, αποτελούσαν τη βασική εκδήλωση στον εορτασμό των εθνικών επετείων, για την οργάνωση των οποίων το καθεστώς «επένδυσε» αρκετό χρόνο και χρήμα. Παρελάσεις πραγματοποιούνταν την 25η Μαρτίου, στην επέτειο της επιβολής της 4ης Αυγούστου, στη γιορτή των σκαπανέων, αλλά και σε άλλες τοπικές «εθνικές εορτές». Εκείνες τις μέρες οι δρόμοι, οι πλατείες και τα δημόσια κτήρια διακοσμούνταν με προπαγανδιστικές αφίσες και σημαίες. Στα σχολεία πραγματοποιούνταν γιορτές. Μπάντες έπαιζαν στρατιωτικά εμβατήρια, κανονιές ακούγονταν απ’ τον Λυκαβηττό, ενώ οι επίσημοι εκφωνούσαν λόγους. Μέσα σε αυτό το κλίμα, μαθητές και νέοι της ΕΟΝ, τα Τάγματα Εργασίας, αγρότες και εργάτες, μαζί με το στράτευμα παρέλαυναν μπροστά από τους επισήμους. Ενώ ακόμη και η συμμετοχή του πλήθους που παρακολουθούσε ήταν αυστηρά οργανωμένη από τους μηχανισμούς του καθεστώτος, ώστε να μοιάζει γεμάτη «αυθόρμητες» εκδηλώσεις ενθουσιασμού.

Στα Επίκαιρα της εποχής (Δεκέμβρης 1937), μπορεί να δει κανείς όλο αυτό το τελετουργικό: Ο δικτάτορας συχνά πλησίαζε –πριν ξεκινήσει η παρέλαση– τα τμήματα των νέων της ΕΟΝ, επιθεωρώντας με «πατρική στοργή» την «αρτιότητα των σχηματισμών» τους. Παιδιά και νέοι του απέδιδαν στρατιωτικό χαιρετισμό με την παλάμη ανοικτή και το χέρι προτεταμένο, όπως και στο φασιστικό χαιρετισμό. Οι μαθητές και οι νέοι διατηρούσαν και στις παρελάσεις τον καταμερισμό της ΕΟΝ, διαχωρισμένοι σε φαλαγγίτες (από 14 έως 25 ετών) και σκαπανείς (8-14 ετών). Από εκεί και πέρα, ακολουθούνταν αυστηρή ιεραρχία, με τους άριστους να προηγούνται και τους υπόλοιπους να ακολουθούν χωρισμένοι σε φύλα, ύψη, ικανότητα ρυθμού.

Όλοι τους φορούσαν ομοιόμορφες μπλε σκούρες στολές και δίκοχο πηλήκιο με το καλογυαλισμένο ορειχάλκινο έμβλημα της ΕΟΝ, το διπλό μινωικό πέλεκυ, που περιβαλλόταν από φύλλα δάφνης, και από πάνω του ήταν τοποθετημένο το στέμμα. Η στολή πλαισιωνόταν από χιτώνα, σφιχτά δεμένο λευκό λαιμοδέτη, ζώνη, σφυρώματα, παπούτσια και περισκελίδα. Με πρόσωπα αγέλαστα, ευθυτενή στάση και πειθαρχημένο βήμα, ακολουθούσαν τους άχαρους ρυθμούς των τυμπάνων και των εμβατηρίων. Ακολουθούσαν τα Τάγματα Εργασίας, εργάτες και αγρότες, που κρατούσαν συνήθως σημαίες, φτυαριά, καροτσάκια, τσάπες, αλλά και πικέτες με συνθήματα υπέρ του Μεταξά.
Στα γυναικεία τμήματα, νεαρές κοπέλες ήταν ντυμένες με «ευπρέπεια αλλά και κομψότητα», φορώντας στενές μακριές φούστες και σακάκια σφιγμένα στη μέση, λαιμοδέτες και καπέλα. Τελευταίος περνούσε ο στρατός, ο οποίος αποτελούσε εγγυητή της σταθερότητας του καθεστώτος, καθώς σύμφωνα με τον Μεταξά «η ειρήνη προστατεύεται διά της πολεμικής ισχύος».

Η έμφαση στη χρήση συμβόλων υπογράμμιζε την  ανάγκη του καθεστώτος για μυθοποίηση μιας ιδεολογίας που ήταν συγγενική με τις μυθολογίες των φασισμών. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η στολή συμβολίζει την ένταξη στη μεγάλη οικογένεια της ΕΟΝ και την αναγνώριση του ανθρώπου – μάζα, που επιδίωκε να φτιάξει το καθεστώς. Επρόκειτο για τη στολή της πειθαρχίας στα κελεύσματα του Άγνωστου Στρατιώτη, που συμβόλιζε τον παρόντα αλλά και παρελθόντα ηρωισμό. Ο χαιρετισμός, απ’ την άλλη πλευρά, δεν ήταν απλά μια χειρονομία αλλά εκδήλωση σεβασμού στο τιμώμενο πρόσωπο και δείγμα ακλόνητης πειθαρχίας. Άλλωστε ο τρόπος απόδοσής του οριζόταν ρητά σύμφωνα με το Άρθρο 30 των Γενικών Διατάξεων του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας: «Ο χαιρετισμός αποδίδεται διά ζωηράς προτάσεως της δεξιάς χειρός τεταμένης με δακτύλους ηνωμένους και την παλάμην εις το ύψος του δεξιού οφθαλμού, κατά το πρότυπον του καθαρώς αρχαίου ελληνικού χαιρετισμού». Τέλος το σήμα της ΕΟΝ, ο διπλός μινωικός πέλεκυς, που ήταν «δανεισμένο» από το σκήπτρο των Μινώων, αποτύπωνε τη συνέχεια της «ελληνικής φυλής», αποτελώντας έμβλημα τόσο της βασιλικής (επίγειας) όσο και τις θρησκευτικής (θείας) εξουσίας. Αξίζει να σημειωθεί η ομοιότητα του σήματος αυτού με το αντίστοιχο έμβλημα της φασιστικής Ιταλίας, που ήταν ο αρχαίος Ρωμαϊκός πέλεκυς ανάμεσα σε δέσμες -fasces- από τις οποίες πήρε το όνομά του ο φασισμός.
Μέσα από τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούσε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου απέβλεπε στη διατήρηση της σχέσης με «το παρελθόν της φυλής», την αναζωπύρωση του ηρωικού πνεύματος και της θρησκευτικής πίστης. Επιπλέον η συμμετοχή των παρελαυνόντων αλλά και η οργανωμένη συμμετοχή του κόσμου στα στάδια και τους δρόμους, στόχευε στη σφυρηλάτηση της εμπιστοσύνης του λαού προς τους εκπροσώπους του κράτους, τον Ι. Μεταξά και τον Βασιλιά. Βέβαια το τελετουργικό αυτό ήταν εξαιρετικά πιο αδύναμο σε σχέση με το φασιστικό και πολύ περισσότερο το ναζιστικό.

Το ιδεολογικό πλαίσιο με το οποίο περιβαλλόταν η 25η Μαρτίου αποτυπώνεται στους λόγους που εκφωνούσαν εκείνη την ημέρα επίσημοι ή διανοούμενοι προσκείμενοι στη δικτατορία. Σχηματικά οι λόγοι οργανώνονταν ως εξής: Η Ανάστασις του Έθνους ήταν αποτέλεσμα της υπεροχής της ελληνικής φυλής υπό την καθοδήγηση του Σταυρού. Τη νίκη των προγόνων καρπώνονται ο Βασιλιάς και ο Μεταξάς ως άξιοι συνεχιστές του ένδοξου παρελθόντος. Η 4η Αυγούστου άλλωστε ήταν η συνέχιση του 1821.
Η σημασία που έδινε ο δικτάτορας στις παρελάσεις και τη συμμετοχή των νέων της ΕΟΝ σε αυτές φαίνεται από τις συχνές αναφορές στο Ημερολόγιο του αλλά και τις δακρύβρεχτες περιγραφές του. «Τι όνειρο ήταν χθες και σήμερα! -Χθες στο πεδίον του Άρεως με την Εθνική Νεολαία. Το έργον μου! Έργον που ενίκησε μέσα σε τόσες αντιδράσεις! Σχεδόν 18 χιλιάδες παιδιά (…) -Σήμερα. Τελετή. Ενθουσιασμός. Αποθέωσις. Παρέλασις στρατού θαυμασία. Απόγευμα παρέλασις Σχολείων Προσκόπων κτλ. και Εθνικής Νεολαίας με τα Τάγματα εις την ουράν. Αι φάλαγγες της ΕΟΝ ατέλειωτοι! Όλοι ντυμένοι! Περίπου 12-14 χιλιάδες! Εντύπωσις εις τον κόσμον καταπληκτική!» γράφει την 25η Μαρτίου 1938. Και είναι γεμάτος περηφάνια για την αφοσίωση της νεολαίας, η οποία με τάξη και πειθαρχία, με «αρρενωπό βάδισμα» (αγόρια και κορίτσια), με «απαστράπτον βλέμμα γεμάτο ενθουσιασμό», γεροί και χιλιάδες «σαν ένα σώμα τέλεια πειθαρχημένο, σαν ένα βήμα με τον ίδιο ρυθμό» πορεύονται κάτω από το Βλέμμα του Ενός, δηλαδή του ίδιου.


Περισσότερα εδώ