κι οι γέροι ποιητές / προβάλλουν το κεφάλι στο παράθυρο, /
είναι ώρα τους, / φωνάζουν βοήθεια, / φωνάζουν άγνωστους φαντάρους πάνω, /
επισείουν προκλητικά το πορτοφόλι τους, /
ρίχνουν μ’ ένα τρελό βλέμμα στη φωτιά τα ποιήματά τους / που
πήρε μια ζωή να γράψουν, / γδύνονται να ‘ναι έτοιμοι, / ανάβουν κερί, βάζουν
κολόνια, πίνουν ηρεμιστικά, / ρωτούνε, βρίζουνε, δακρύζουν, και
ξαφνικά-σωπαίνουν.