Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

24 Μαρ 2016

Νίκος Σβορώνος, Για την επανάσταση του 1821

* Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στα γαλλικά στο περιοδικό L'autre Grece, 10,Απρίλιος 1973, με τον τίτλο "La Guerre de l'Independance". Αναδημοσιεύθηκε στα ελληνικά, στο φυλλάδιο του Μορφωτικού Κέντρου Παρισιού με τον τίτλο "Η επανάσταση του 1821", στις 25 Μαρτίου 1975, και στην εφημερίδα Αυγή, στις 25 Μαρτίου 1976. Αργότερα συμπεριελήφθη στα Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας (εκδ. Θεμέλιο).

Η προετοιμασία της εξέγερσης

Ορισμένες ομάδες Ελλήνων, ακολουθώντας το παράδειγμα των μυστικών οργανώσεων της Δυτικής Ευρώπης και σε επαφή με τις στοές των μασόνων, άρχισαν να σχηματίζουν παρόμοια κινήματα με προοπτική την προετοιμασία της εθνικής εξέγερσης. Ο Ρήγας Φεραίος (1757-1798) είχε ανοίξει τον δρόμο και, έχοντας ως κέντρο την πλούσια παροικία της Βιέννης, διέδιδε την ιδέα της δημιουργίας μιας βαλκανικής δημοκρατίας με την αρχηγία των Ελλήνων. Καταστρώνει το σχέδιο της Μεγάλης Χάρτας της Δημοκρατίας, που ονειρευόταν και επεξεργάζεται την Πολιτική Διοίκηση, την εμπνευσμένη από το γαλλικό σύνταγμα του 1793. Ο Ρήγας παραδόθηκε στους Τούρκους από τις αυστριακές αρχές και εκτελέστηκε στη φυλακή του Βελιγραδίου μαζί με μερικούς απ' τους συντρόφους του.

Αλλά το κίνημα συνεχίζεται. Άλλες οργανώσεις, που δημιουργήθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα, προεκτείνουν το έργο του: Το "Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον", που ιδρύθηκε το 1809 στο Παρίσι, και η "Εταιρεία των Φιλομούσων", που ιδρύθηκε το 1812 στην Αθήνα, κι ύστερα η "Φιλική Εταιρεία", η πιο σημαντική μυστική οργάνωση, ιδρυμένη στην Οδησσό το 1814, αυτή που έμελλε να οργανώσει γύρω της όλες τις δυνάμεις του έθνους και να αρχίσει την επανάσταση.

Παρά τις διαφορετικές αποχρώσεις, ακόμα και τις αντιθέσεις που μπορεί κανείς να παρατηρήσει γενικά ανάμεσα σ' αυτές τις οργανώσεις και ειδικά στο εσωτερικό της καθεμιάς, ωστόσο παρουσιάζουν ένα κοινό βασικά χαρακτήρα. Εκείνοι που παίρνουν την πρωτοβουλία για την ίδρυσή τους είναι οι έμποροι και οι προοδευτικοί διανοούμενοι. Όλες αυτές οι οργανώσεις θεωρούν αξεχώριστα το ιδανικό του φιλελευθερισμού και το ιδανικό της εθνικής ανεξαρτησίας. Δεν πρόκειται λοιπόν εδώ ούτε για την επίσημη ιδεολογία της Εκκλησίας, ούτε των Φαναριωτών ως κοινωνικής ομάδας, ούτε και των προκρίτων των επαρχιών.

Η Εκκλησία, που στην αρχή είναι δύσπιστη, αργότερα παίρνει μια στάση καθαρά εχθρική απέναντι στις ιδέες που προπαγανδίζουν την εξέγερση κι απέναντι στην ίδια τη φιλοσοφία όπου βασίζονται αυτές οι ιδέες. Στο τέλος, εγκαταλείπει την παλιά της ανεκτικότητα. Καταδίκες και αναθεματισμοί των καινούριων ιδεών και καταδίωξη των οπαδών τους διαδέχονται η μία την άλλη από την αρχή του 18ου αιώνα. Καταδικάζεται η φιλοσοφία του Μαλεμπράνς, η σκέψη του Βολταίρου, οι μασόνοι και οι Γάλλοι "άθεοι", κι ακόμα καταδικάζεται κάθε κίνημα εχθρικό προς τις τουρκικές αρχές, οι οποίες ανακηρύσσονται "νόμιμες". Σε πολλές περιπτώσεις, οι πρόκριτοι των επαρχιών συμμετέχουν στην καταδίωξη των κλεφτών, κυρίως μετά την εξέγερση της Πελοποννήσου στα 1770, που καταστέλλεται με αγριότητα.

Παρ' όλα αυτά, η επαναστατική επίλυση του εθνικού προβλήματος κέρδιζε συνεχώς έδαφος και προσεταιριζόταν ολοένα και πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού. Εδώ αναμφίβολα μπορεί κανείς να δει τη σημασία που είχαν οι συντονισμένες ενέργειες της Εταιρείας. Ιδρυμένη από μεσαίους εμπόρους, δεν απευθυνόταν αρχικά παρά σε φιλελεύθερους διανοούμενους εμπόρους και επιχειρηματίες, στους πιο γνωστούς κλέφτες, σε τεχνίτες και σε πιο λαϊκά στρώματα. Μόνο γύρω στο 1819, όταν φάνηκε πως η επανάσταση ήταν αναπόφευκτη και επικείμενη, η Εταιρεία ανοίχτηκε σε ανθρώπους που ανήκαν σε άρχουσες ομάδες, τους Φαναριώτες, τους προεστούς, τους ιερωμένους.

Μ' όλο που μας λείπει ακόμα μια σοβαρή μελέτη για την κοινωνική σύνθεση της Εταιρείας και για τις πολιτικές και κοινωνικές τάσεις που εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό της, ωστόσο μερικές ενδείξεις μάς επιτρέπουν να διακρίνουμε τους διάφορους αλληλοσυγκρουόμενους προσανατολισμούς: αστικός φιλελευθερισμός, δημοκρατικό ή επαναστατικό πνεύμα, ιδιαίτερα ανάμεσα στους διανοούμενους, ολιγαρχικές τάσεις, μια στρατηγική που εκθειάζει την άμεση ένοπλη δράση, μια δεύτερη στρατηγική αναμονής, που τονίζει την αναγκαιότητα μορφωτικής και πολιτικής προετοιμασίας και τα εχέγγυα της υποστήριξης από ξένες δυνάμεις.

Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, φαίνεται πως οι κυριότερες τάσεις (φιλορωσική, φιλογαλλική, φιλοαγγλική), οι οποίες εκδηλώθηκαν τελείως κατά την επανάσταση και κατά τα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους, προϋπήρχαν κιόλας. Όλες αυτές οι τάσεις αντιστοιχούν πραγματικά στις διάφορες ομάδες που συναποτελούν την ελληνική αστική τάξη της εποχής, καθώς κάθε ομάδα τη στιγμή της γέννησής της συνδέεται με τη μια ή την άλλη δύναμη που εμπορευόταν στην Ανατολή. Γιατί ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της τάξης των εμπόρων είναι ότι, όπως είδαμε, δημιουργήθηκε χάρη στην οικονομική δραστηριότητα αυτών των εθνών και ότι δεν μπορούσε ν' απελευθερωθεί απ' τ' εμπόδια που της έβαζαν οι Τούρκοι, παρά αν δεχόταν την προστασία της μιας ή της άλλης απ' αυτές τις δυνάμεις.

Απ' την άλλη πλευρά, η τεράστια κατάτμηση και οι μεγάλες οικονομικές αποστάσεις ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία αυτής της εμπορικής τάξης, οι διαφορετικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσε η καθεμιά τους, ευνοούσαν την ποικιλομορφία της πολιτικής και κοινωνικής ιδεολογίας τους. Το μεγαλύτερο τμήμα εκείνης που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μεγαλοαστική τάξη, ήταν εγκατεστημένο στο εξωτερικό. Μόνο η μεσαία εμπορική τάξη και οι εξαρτημένοι απ' αυτήν μικρέμποροι παρέμειναν μέσα στη χώρα και υπέμεναν την άμεση καταπίεση της τουρκικής κατοχής και τις συνέπειές της. Είναι, λοιπόν, φυσικό να συναντά κανείς μέσα σ' αυτή την τελευταία ομάδα ένα πιο ριζοσπαστικό πνεύμα.

Ένας μεγάλος αριθμός απ' τους πιο μετριοπαθείς σημαντικούς εμπόρους, επιτρέπουν ένα συμβιβασμό, μια συμφωνία ανάμεσα σ' εκείνους και στις συντηρητικές ομάδες των προυχόντων. Άλλωστε, η ελπίδα μιας υποστήριξης απ' τη Ρωσία, μια δύναμη φεουδαρχική, ιδρυτικό μέλος της Ιεράς Συμμαχίας, υποστήριξη που την είχαν έντεχνα διαδώσει οι αρχηγοί της Εταιρείας, διευκόλυνε αυτή τη συμφωνία. Αξίζει να σημειώσουμε πως στα 1820 επικεφαλής της Εταιρείας βρισκόταν ο υπασπιστής του Τσάρου Αλέξαντρος Υψηλάντης και πως από το 1819 αξιόλογος αριθμός από προεστούς και Φαναριώτες είχαν γίνει μέλη της.

Η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν ένα απομονωμένο φαινόμενο. Στα 1820 είχαν ξεσπάσει στην Ευρώπη και στη Νότιο Αμερική και άλλα επαναστατικά κινήματα εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα. Στη Νότιο Αμερική, οι αποικίες της Ισπανίας εξεγέρθηκαν. Οι λαοί του Πεδεμοντίου, της Νάπολης και της Ισπανίας είχαν ξεσηκωθεί ενάντια στον απολυταρχισμό.

Όλα αυτά τα κινήματα κλόνιζαν σοβαρά τις αρχές της νομιμοφροσύνης και της ισορροπίας στην Ευρώπη, που τις είχε επιβάλει το συνέδριο της Βιέννης στα 1815 και που η Ιερή Συμμαχία (Αυστρία, Ρωσία, Πρωσία), ακολουθημένη απ' την Αγγλία και τη Γαλλία, εννοούσε να διασφαλίσει. Σύμφωνες μεταξύ τους, σ' αυτό το σημείο, οι δυνάμεις αυτές κατάφεραν να καταπνίξουν πολύ γρήγορα τα φιλελεύθερα επαναστατικά κινήματα στη Δυτική Ευρώπη. Αποδοκίμασαν, εννοείται, και την Ελληνική Επανάσταση, που τη συνέχεαν με τα κινήματα αυτά. Αλλά η αμοιβαία δυσπιστία τους και οι βαθιές τους ασυμφωνίες, κυρίως στο Ανατολικό Ζήτημα ανάμεσα στη Ρωσία και τη Μεγάλη Βρετανία, δεν διευκόλυναν μια συνεννόηση για τη γραμμή που έπρεπε να ακολουθήσουν στην αντιμετώπιση της ελληνικής υπόθεσης.

Το ζήτημα περιπλεκόταν ακόμα πιο πολύ από τον ειδικό και πολύπλοκο χαρακτήρα του ελληνικού κινήματος. Βέβαια, ήταν ένα κίνημα εθνικό, αλλά και κίνημα ενός χριστιανικού λαού ενάντια στον μουσουλμάνο κατακτητή που δεν ήταν εύκολο να θεωρηθεί νόμιμος. Τέλος, ήταν κίνημα ενός λαού που σ' εκείνη τη ρομαντική εποχή και μόνο το άκουσμα του ονόματός του είχε τόση δύναμη υποβλητική που ξεσήκωσε ομόφωνη την παγκόσμια κοινή γνώμη, και οι κυβερνήσεις, ακόμα και οι πιο απολυταρχικές, έπρεπε να τη λογαριάζουν.

Οι φιλελεύθεροι όλων των χωρών, εκείνοι που πρώτοι ξεσήκωσαν αυτό το φιλελληνικό ρεύμα, προβάλλουν κυρίως τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του κινήματος. Ο αγώνας για τους Έλληνες ήταν και δικός τους αγώνας. Μια αντεπίθεση, αυτή τη φορά, στις αντιδραστικές δυνάμεις που είχαν καταστείλει τα ευρωπαϊκά απελευθερωτικά κινήματα.

Οι άνθρωποι των γραμμάτων, πάλι, ονειρεύονταν την ανάσταση της κλασικής Ελλάδας, ενώ οι συντηρητικοί και οι βασιλόφρονες, που βλέπανε πίσω απ' την ελληνική εξέγερση τις ραδιουργίες των φιλελευθέρων, απέφευγαν αρχικά να πάρουν τη θέση ή παρέμεναν εχθρικοί. Τελικά όμως, η ελληνική υπόθεση κέρδισε ένα μεγάλο τμήμα τους, προτάσσοντας τον χριστιανικό χαρακτήρα του κινήματος, χωρίς ωστόσο και να εγκαταλείψουν την πολεμική τους ενάντια στους φιλελεύθερους.

Έτσι, η ελληνική υπόθεση αποτελούσε ένα θέμα εσωτερικής διαμάχης σε κάθε χώρα ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες δυνάμεις της Ευρώπης.


Πηγή: Η Αυγή,  Ημερομηνία δημοσίευσης: 25/03/2010