ΚΑΠΟΥ ΤΡΙΑ ΜΙΛΙΑ ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν ἀκτή, ἐκεῖ στὸ Μποχώρι στὶς
ἐκβολὲς τοῦ Εὔηνου, μιὰ φθινοπωρινὴ νύχτα, ἕνα τηνιακὸ
Μπάρκο Μπέστια μὲ ἑξήντα ἑπτὰ θαλασσόλυκους πλήρωμα καὶ
εἴκοσι τέσσερα κανόνια, πλεύρισε τὸ πειρατικὸ τὸ Σιρκουί,
τὸ μισοβυθισμένο ἀπὸ τὶς κανονιὲς κι ἔριξε κάβους στὴν
πρύμνη μὲ γάντζους καὶ τὸ τράβηξε κοντὰ καὶ πήδηξαν ἀπάνω οἱ
νησιῶτες μὲ στιλέτα καὶ τσεκούρια κι ἔγινε τρομερὴ μάχη
σῶμα μὲ σῶμα μὲ τοὺς πειρατὲς καὶ τοὺς σκότωσαν ὅλους, χάνοντας
καὶ αὐτοὶ δεκατρεῖς ἄντρες. Δύο μόνο σώθηκαν ἀπὸ τοὺς
πειρατὲς ὁ Θανάσης ἀπὸ τὸ Ὀρεινὸ τῶν Κραβάρων κι ὁ Χουὰν ὁ
Ἰσπανὸς ἀπὸ τὴν Καρθαγένη. Ὁ Θανάσης, μὲ τὸ πουγγὶ γεμάτο
χρυσὲς λίρες, ποὺ εἶχε ἐνθυλακώσει ἀπὸ τοὺς κούρσους,
κρεμασμένο στὸ σβέρκο, πρόλαβε κι ἔριξε μιὰ λάντζα ἀπὸ τὴν
ἀντίθετη τὴν κάπως ἀθέατη καὶ σκοτεινὴ πλευρὰ τοῦ Σιρκουί,
ὅπως αὐτὸ ἔγειρε νὰ βυθιστεῖ καὶ γλίστρησε ἀθόρυβα στὸ νερὸ
καὶ μὲ τὰ κουπιὰ ἔβαλε πλώρη γιὰ τὴν ἀκτή. Ὁ Χουάν, ποὺ γιὰ νὰ
σωθεῖ σκαρφάλωσε στὸ κατάρτι, βούτηξε ἀπὸ ψηλὰ στὰ νερά,
κολύμπησε γρήγορα καὶ πιάστηκε μὲ τὸ δεξὶ στὴν πλευρὰ τῆς
βάρκας καὶ φώναξε «ayuda colega». Ὁ Θανάσης σήκωσε ψηλά το
κουπὶ καὶ τοῦ τσάκισε τὰ δάχτυλα ἔτσι ὅπως ἦταν γαντζωμένα
στὸ ξύλο κι ἔμεινε ὁ Χουὰν στὸ νερὸ νὰ τὸν φάνε τὰ σκυλόψαρα.
«Ἄϊ στὸ διάολο βρομόσκυλο», εἶπε ὁ Θανάσης καθὼς κατέβαζε
μὲ δύναμη τὸ κουπί.
Η συνέχεια εδώ