“Νύχτες ακόλαστες, πιοτά, σφοδρά συμπλέγματα, γιγάντιες
σα θόλοι ναού, ηδονές. Κι άγνωστες, πέρ’ από κάθε πρόσχημα,
τραχιές, σα νίκες, αμαρτίες.
Και το πρωί επέστρεφε μόνος κι εξαντλημένος κι ώριμος
κομίζοντας, σα μια καινούργια αγνότητα, το νέο αμαρτωλό του
ποίημα.”
σα θόλοι ναού, ηδονές. Κι άγνωστες, πέρ’ από κάθε πρόσχημα,
τραχιές, σα νίκες, αμαρτίες.
Και το πρωί επέστρεφε μόνος κι εξαντλημένος κι ώριμος
κομίζοντας, σα μια καινούργια αγνότητα, το νέο αμαρτωλό του
ποίημα.”