ΚΙ ΕΤΣΙ —ἀφοῦ συναρμολόγησε μὲς στὸ μυαλὸ του τὶς μέρες καὶ τὶς
νύχτες ποὺ πέρασαν ἀπὸ πάνω του, τὶς βροχὲς ποὺ ράβδωσαν
ἀμέτρητες φορὲς τὸ παραθυράκι τοῦ κελιοῦ του, τὸν ἥλιο ποὺ
ἄφηνε τὴν Ἀβινιὸν γύρω στὸ ἀπόγευμα κι ἐρχόταν νὰ τὰ ποῦν γιὰ
λίγο οἱ δυό τους, τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ποὺ τὴν ἔνιωθε πάνω στὸ
σῶμα του κάθε φορὰ ποὺ πονοῦσε — , μιὰ νύχτα τοῦ 1253, σ’ ἕνα
μοναστήρι τῆς Προβηγκίας, ὁ μοναχὸς Τερέντιος ἔνιωσε ὅτι
ἐπιτέλους, μετὰ ἀπὸ 79 χρόνια, εἶχε ἔρθει ἡ στιγμὴ νὰ
ξαναβρεῖ τὸν Κύριο, ἔγειρε πάνω στὴν πέτρινη κλίνη του γιὰ νὰ
πεθάνει, ἔκλεισε τὰ μάτια καί, καθὼς ἡ ἀναπνοὴ του φύραινε,
ζήτησε συγχώρεση.
Η συνέχεια εδώ