Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

21 Ιουλ 2017

Έμιλυ Ντίκινσον, Επιστολή 29 προς τον Τζόελ Νόρκρος, 11 Ιανουαρίου 1850

Πολυαγαπημένε από όλους τους αγαπημένους Θείους.
    Ο Ύπνος με παρέσυρε μακριά, κι ένα όνειρο διάβηκε, ένα όνειρο πολύ αλλόκοτο, και περίεργο – ήταν ένα προειδοποιητικό όνειρο – Οφείλω να μην το κρύψω από αυτόν που τον αφορά – Ο Θεός να σε φυλάει άμα χωρατεύεις με οράματα τόσο παράξενα – το Πνεύμα της αγάπης σε θερμοπαρακαλεί – το Πνεύμα του φύλακα αγγέλου – και οι βοηθοί πάντες να σε κρατήσουν – και να σε εμποδίσουν να πέσεις! Κι ονειρεύτηκα – κι είδα μια συντροφιά που άνθρωπος να τη μετρήσει δεν μπορούσε – όλοι άντρες στη νιότη τους – όλοι δυνατοί κι ατρόμητοι – κι ούτε που αισθάνονταν το φορτίο τους λόγω της δύναμής τους – ούτε λιποψυχούσαν – ούτε κουράζονταν. Κάποιοι φρόντιζαν τα κοπάδια τους και κάποιοι άνοιγαν πανιά στη θάλασσα – κι ωστόσο άλλοι διατηρούσαν φανταχτερά καταστήματα, κι εξαπατούσαν τους αλαφρόμυαλους που πήγαιναν να ψωνίσουν. Έκαναν τη ζωή να μοιάζει με καλοκαιριάτικη μέρα – χόρευαν με τη συνοδεία του λαούτου – τραγουδούσαν στιχάκια από παλιά τραγούδια – κι οι κανάτες με το ροδαλό κρασί πήγαιναν κι έρχονταν – Κάποιος υποσχόταν να αγαπά τους φίλους του και κάποιος άλλος ορκιζόταν να μην υπεξαιρέσει χρήματα από κανένα φτωχό – κι ένας άντρας είπε ένα ψέμα στην ανιψιά του – όλοι αμάρτησαν – κι ωστόσο δεν έχασαν τις ζωές τους. Σύντομα κάτι άλλαξε – οι νέοι γέρασαν – τα κοπάδια απέμειναν δίχως ποιμένα – τα πλοία έπλεαν μοναχά – κι ο χορός σκόλασε – και το κρασοπότηρο ήταν αδειανό – κι η καλοκαιριάτικη μέρα ψύχρανε – Ω τρόμος στα πρόσωπα τότε! Ο Έμπορος ξερίζωσε τα μαλλιά του – κι ο Ποιμένας έτριξε τα δόντια του – κι ο Ναυτικός κρύφτηκε – και προσευχόταν να πεθάνει. Κάποιοι συνδαύλισαν τη πυρακτωμένη φωτιά – κάποιοι άνοιξαν το στόμα του σεισμού – οι αέρηδες κατηφόρισαν με δρασκελιές στη θάλασσα – κι οι όφεις σύρριξαν τρομακτικά. Ω πόσο πολύ τρόμαξα και φώναξα να δω ποιοι ήταν – που ανέμεναν μαρτύρια – αφουγκράστηκα – και μέσα από το λάκκο ανέβηκε η δική σου φωνή! Δεν μπορούσες να βγεις έξω είπες – καμία βοήθεια δεν έφτανε εκεί κάτω – εσύ το είχες κάνει αυτό το κακό στον εαυτό σου – σε παράτησα να πεθάνεις μοναχός – μα δεν μου έκρυψαν τίποτα από το έγκλημά σου – μια υπόσχεση δεν κράτησες στη γη – και τώρα ήταν πολύ αργά πια να εξιλεωθείς. Απορείς άραγε με τον πανικό μου – με κατηγορείς που έσπευσα να στο πω; Δεν ήταν όλα όνειρο – μα ξέρω πως θα βγει αληθινό παρεκτός κι αν πάψεις να αμαρτάνεις τώρα – δεν είναι πολύ αργά να κάνεις το σωστό. Καταλαβαίνεις άραγε τους υπαινιγμούς αναρωτιέμαι – μαντεύεις το νόημα – δεν ξύπνησε ακόμα μέσα σου η αλήθεια. Εσύ αλητήριε εκτός συναγωνισμού – απαράμιλλε δράστη εγκλημάτων – παλιοτόμαρο πρωτάκουστο – ένοχε διατάραξης της δημόσιας ειρήνης – «μουτζούρα και κενό της δημιουργίας»  — θερμαστή των κρατικών φυλακών – magnum bonum δότη υποσχέσεων – τσάτρα πάτρα παραβάτη υποσχέσεων — Ω πως αλλιώς να σε πω; Η κ. Κοντλ  θα σε αποκαλούσε «τζέντλεμαν» — αυτό μάλλον ακούγεται υπερβολικά καλό. Η κ. Πάρτινγκτον  «εξαίρετο τύπο» — ούτε αυτό στέκει– καλώ τη φύση ολόκληρη να σε γραπώσει – φωτιά να σε κάψει– νερό να σε πνίξει – το φως να σε σβήσει – θύελλες να σε σκίσουν — άγριοι λύκοι να σε κατασπαράξουν – κεραυνός να σε χτυπήσει – κι η βροντή να σε ζαβλακώσει – οι φίλοι να σ' εγκαταλείψουν – κι οι εχθροί να σιμώσουν κι οι αγχόνες να σείουν μα ποτέ να μην κρεμάσουν το σπίτι που μέσα του τριγυρνάς! Η ευχή μου να μην πιάσει – η κατάρα μου να καταδιώξει το σώμα που βαστά το πνεύμα σου! Οποιαδήποτε άλλη συμφορά μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή θα αναζητηθεί και θα σου προωθηθεί άμεσα. Πως θα τις αντέξεις όλες – θα καταθλίψουν – και θα λυγίσουν τη ζωή από το βάρος τους άραγε; Μακάρι αυτά να έφταναν – μα δεν αποζητώ τέτοια αποτελέσματα – θα τα υποφέρεις σαν Σαλαμάνδρα. Θα τα δεχόσουν πιο ψύχραιμα κι απ¢ τον παλιομοδίτη το Δανιήλ. Ο σαρκασμός – ή ο χλευασμός του κόσμου σ' αγγίζει; «Κάψε φλόγα – ζέστη βράσε – απ' τη ζέστα φρύνε σκάσε– Σ' έχω πια καταραστεί – και καταραμένος να 'σαι».
     Δεν θυμάσαι ένα γράμμα που επρόκειτο να λάβω όταν επέστρεψες στη Βοστόνη – πόσο μεγάλο και πόσο πλατύ –πόσο ψηλό – ή βαθύ πρέπει να είναι – πόσα βαγόνια έπρεπε να βουλιάξει – ή πόσες άμαξες να αναποδογυρίσει – ή το ταρακούνημα της γης όταν θα έφτανε – Δεν έχεις την παραμικρή θύμηση των καρδιών που θα αλάφρυνε – τα μάτια που θα σπίθιζαν και τη ζωή που θα κρατούσε περισσότερο με τη χαρά που θα έφερνε – μια πολύ ατυχής ανάμνηση – ο ιδιοκτήτης αξίζει τον οίκτο μας! Να είχες κουλό χέρι – ή τυφλό μάτι – θα μιλούσαμε για συμβιβασμό – μα έστειλες γράμμα στον πατέρα μου – γι αυτό δεν απομένει τίποτα άλλο παρά να παλέψουμε. Πόλεμος Κύριε –«η φωνή μου είναι για πόλεμο»  Θα ήθελες να δοκιμάσεις μια μονομαχία – ή μήπως είναι πολύ ήσυχη για τα γούστα σου – όπως και να χει θα σε σκοτώσω – και μπορείς να διευθετήσεις τις υποθέσεις σου έχοντας αυτό το τέλος στο μυαλό. Μπορείς να πάρεις Χλωροφόρμιο αν θες – και θα σε πάρω μακριά απ¢ το άγγιγμα του πόνου εν ριπή οφθαλμού. Η τελευταία μονομαχία δεν μου πήρε παραπάνω από πέντε λεπτά όλα κι όλα – συμπεριλαμβανομένου και του «τυλίγματος των σκεπασμάτων της κλίνης του γύρω του – και την παράδοσή του σε ευφραντικά όνειρα».  Οι νόμοι για το λιντσάρισμα περιλαμβάνουν αξιοθαύμαστες προβλέψεις για τις συζύγους – και τα ορφανά – για αυτό οι μονομαχίες τώρα μου φαίνονται αλλιώτικες. Θα λείψεις λίγο στον Θείο Λόρινγκ – και τη Θεία Λαβίνια στα σίγουρα – μα οι δοκιμασίες χτυπούν και τις καλύτερες των οικογενειών – και πιστεύω πως συνήθως συμβαίνουν για καλό – μας δίνουν νέες ιδέες – κι εκείνες δεν προσφέρονται για χλεύη. Πως είναι η υγεία σου και στο σώμα και στο μυαλό από τότε που ανέβηκες να μας δεις; Πως κοιμάσαι τα βράδια – μήπως σου κόπηκε η όρεξη; Αυτά είναι αλάθητα συμπτώματα, κι είπα απλά να ρωτήσω – δεν έκανα κανένα κακό ελπίζω. Το κακό είναι κάτι που πάντα σκοπεύω να κρατήσω σε απόσταση – μα με κάποιο τρόπο οι προθέσεις μου κι εγώ δεν συνηχούν όπως θα όφειλαν – ακόμα κι οι πέτρες που ρίχνω στα σκυλιά του γείτονά μου θα πετύχουν άλλους ανθρώπους– και δεν θα πετύχουν μόνο – αυτό είναι το ελάχιστο της υπόθεσης – μα επιμένουν να ρίχνουν το φταίξιμο σε μένα αντί στις πέτρες – και μου λένε πως πονάει το κεφάλι τους – ειλικρινά αυτή είναι η μεγαλύτερη κουταμάρα στα χρονικά. Θα ταίριαζε σε μια ιστορία που διάβασα – κάποιος σημάδεψε έναν άλλο με ένα γεμάτο όπλο – κι αυτό τον πυροβόλησε κι εκείνος πέθανε – κι οι άνθρωποι πέταξαν τον ιδιοκτήτη του όπλου στη φυλακή – και στη συνέχεια τον κρέμασαν για φόνο. Ένα ακόμα θύμα της παρανόησης της κοινωνίας, τίποτα άλλο – τέτοια πράγματα δεν πρέπει να επιτρέπονται – σίγουρα αξίζει να ζεις σε ένα τόσο ηλίθιο κόσμο όσο αξίζει κι ο λαιμός κάποιου – και προκαλεί κάματο. Η ζωή δεν είναι ό,τι δηλώνει. Τώρα όταν μπω στο δωμάτιο σου και ξεριζώσω την καρδιά σου για να πεθάνεις – σε σκοτώνω – κρέμασέ με αν θες – μα αν σε μαχαιρώσω ενώ κοιμάσαι το στιλέτο θα φταίει – δεν είναι δική μου δουλειά – δεν έχεις δικαίωμα να με κατηγορήσεις γι' αυτό περισσότερο απ' όσο θα είχες για οποιοδήποτε άλλο πράγμα μπορώ να σκεφτώ. Πιστεύω ακράδαντα — και ελπίζω ειλικρινά – πως κι οι δυο καταλαβαίνουμε και τη θανατική ποινή, και ο ένας τον άλλον γιατί είναι τόσο κουραστικό να σε λογαριάζουν από λάθος κατάστιχα όταν τα σωστά είναι άφαντα.
    Οι φίλοι σου στην πόλη είναι ακέραιοι – ή ήταν στον τελευταίο απολογισμό – αν και έχω αρκετές μέρες να πάω στους Κέλογκ. Ωστόσο, δεν έχω δει ούτε τον Γιατρό ούτε τον Νεκροθάφτη εδώ γύρω, και έτσι θα αναλάβω την τρομερή ευθύνη να σε διαβεβαιώσω πως είναι ζωντανοί, και υγιείς. Θα αντιληφθείς πως το σύνολο αντιπροσωπεύει το μέρος εδώ πέρα – όντας μια από εκείνες τις δεντρογαλιαστικές υποθέσεις που θα ήταν καλύτερα να αφήσουμε την τσαπατσουλιά στην ησυχία της. Δεν βρήκες τη Σουζάνα σου ακόμα; «Τα ρόδα θα μαραθούν –ο καιρός γρήγορα περνά – Κυρά της Ομορφιάς»  Γνωρίζεις ολόκληρο τον ύμνο με το παραπάνω οπότε δεν χρειάζεται να σου τον θυμίζω εγώ. Το Άμχερστ σφύζει από διασκέδαση αυτόν το χειμώνα – μακάρι να ήσουν εδώ να δεις! Οι βόλτες με τα έλκηθρα είναι όσες κι άνθρωποι – γεγονός που φέρνει στο μυαλό μου την ιδέα της πολύ άφθονης αφθονίας. Πως θα σου φανεί η εικόνα, δεν με νοιάζει καθόλου – μα υποθέτω πως μπορείς να δεις την ομοιότητα αν της ρίξεις το κατάλληλο φως. Τα πάρτι δεν χορταίνουν διασκέδαση – επειδή όλοι οι καλοί είναι πιασμένοι για να παραστούν σε χορούς από μια βδομάδα πριν – μορφονιοί διατίθενται κατά παραγγελίαν – οι κορασίδες χαμογελούν σαν τα πρωινά του Ιουνίου — Ω! τι σπουδαία πόλη είναι αυτή! Ο Χορός – «μα πολύ σπουδαιότερη είναι ετούτη ». «Ώρα απ' το πρόσχαρο κύπελλο να πιούμε», κ.τ.λ. Εσύ είσαι λάτρης του τραγουδιού — νομίζω – και με εντατική και φιλόπονη εξάσκηση μπορεί και να τα μάθεις αυτά τα δυο πριν σε ξαναδώ. Η άσκηση δεν έβλαψε ποτέ κανένα – και δεν πρόκειται να αρχίσει τώρα.
    Καλά είστε όλοι – πως είναι τα παιδιά – παρακαλώ δώσε την αγάπη όλου του δικού μας σπιτικού σε όλα τα μέλη της δικού σου. Μην εξαιρέσεις τον Ξάδερφο Άλμπερτ εκ μέρους μου! Η Βίνι ήρθε να σε δει – έγραψε τι εξαίσια πέρασε. Νιώθουμε μοναξιά χωρίς αυτήν – ελπίζουμε να αντέξουμε μέχρι να γυρίσει. Θα μου γράψεις πριν πας προς τα κει; Επικοινωνία οποιασδήποτε μορφής θα γίνει δεκτή με ευγνωμοσύνη.
Εμιλί – Πιστεύω.
Τα ευγενή μου σέβη στους κυρίους – Γουάιτ – και Λίβιτ.  Οι εκλεκτότερες ουράνιες ευλογίες ας τους ακολουθούν — και το κακό ας προσπερνά χωρίς να στρίβει ούτε από τη δεξιά – ούτε από την αριστερά. Πρέπει να την προσέχουμε ιδιαιτέρως την αριστερά χείρα – καθώς οι πιθανότητες να βρίσκονται εκεί είναι περισσότερες. «Ο Θεός να σας ευλογεί» στο Γουίλιαμ Χάσκελ – και αβρά μηνύματα σε όλους τους υπόλοιπους φίλους μου.
     Ο Όστιν για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν πήγε στη Βοστόνη. Έφαγε σχεδόν ολόκληρες τις διακοπές του διαβάζοντας την Ιστορία του Χιούμ – που σχεδόν τον αποτέλειωσε.


Μετάφραση: Φρόσω Μαντά