Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

6 Αυγ 2017

Τὸ Σπιτάκι στὸ Λιβάδι (1896), Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δὲν εἶχε μείνει πλέον οὔτε τόσον νερὸν εἰς τὴν μικρὰν λίμνην, ὅσον διὰ νὰ καραβίσουν* ὁ Παντελὴς ὁ Φάντης καὶ ὁ Χαράλαμπος ὁ Σανταβελὴς τὰ καραβάκια τους, ὅταν ἐδραπέτευον κάθε δειλινὸν ἀπὸ τὸ σχολεῖον, μὲ τοὺς «φύλακας»* κρεμαστοὺς ὑπὸ μάλης, καὶ τρέχοντες ἀνεσήκωναν τὰς περισκελίδας των μακρόθεν, οὔτε τόση μούργα, ὅσον διὰ νὰ γεμίζῃ κάθε πρωὶ καὶ βράδυ τὴν μικρὰν φιάλην της ἡ γρια-Παναγιοὺ ἡ Κοτρωνιώτισσα, μεταβαίνουσα ἀπὸ βοῦρκον εἰς βοῦρκον, καὶ ξεχωρίζουσα μὲ τὸν πῆχύν της καὶ μὲ τὸ τενεκεδένιο πενηνταράκι της τὸ κατακάθισμα τοῦ λαδιοῦ ἀπὸ τὸ νερὸν καὶ ἀπὸ τὴν λάσπην. Ὁ Κύριος εἰσήκουσε τὰς δεήσεις τῶν πτωχῶν καὶ τοὺς στεναγμοὺς τῶν πενήτων, καὶ ἐσώρευσε τόσας νεφέλας εἰς τὸν αἰθέρα, καὶ ἤστραψε καὶ ἐβρόντησε τόσον τρομακτικὰ εἰς τὸ στερέωμα, καὶ ἔρριψε τόσον ἄφθονον νερὸν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον, ὥστε νὰ ἐξαλειφθῇ πᾶσα ἀκαθαρσία εἰς τὴν γειτονιὰν καὶ νὰ γίνῃ ἓν ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ θάλασσα.

Η συνέχεια εδώ