Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

6 Φεβ 2013

Το ταξίδι ενός χαρτονομίσματος

Της Ελντίνας Ελευθεριάδου

Πρώτη μέρα αιχμαλωσίας: Με έφεραν χθες. Το ταξίδι κράτησε μέρες. Είχα στοιβαχτεί σε ντάνες μαζί με άλλα χαρτονομίσματα. Από πάνω μας ένα μαύρο κάλυμμα έκρυβε το φως.  Δεν γνωρίζω ακριβώς που βρίσκομαι. Ο χώρος είναι κλειστός.  Είναι ολοφάνερο όμως ότι μυριάδες άλλα χαρτονομίσματα φυλάσσονται μαζί μου. Κανένα δε φαίνεται να μιλάει. Νιώθω μόνος μου.


   Δέκατη μέρα: Έχω συνηθίσει την έλλειψη φωτός πια. Αέρας δεν μπαίνει από πουθενά. Μόνο σκοτάδι, απύθμενο σκοτάδι. Γύρω μας συμπεραίνω πως υπάρχει ένα είδος ανθεκτικού μετάλλου που μας εμποδίζει να βγούμε στον έξω κόσμο. Τα χαρτονομίσματα  άρχισαν δειλά, δειλά να συνομιλούν μεταξύ τους. Είναι μυριάδες εδώ. Κάθε μέρα έρχονται και άλλα. Την ώρα που ανοίγει η πόρτα στρεφόμαστε προς το φως απεγνωσμένα. Ξέρουμε ότι σε λίγο θα σφραγίσει η μεγάλη βαριά πόρτα από τιτάνιο. Φαίνεται ότι κανένας μας δεν μπορεί να δραπετεύσει.

 

 Εικοστή μέρα: Έχω κάνει καινούριους φίλους. Ο Φράνκι, ο Τόμι και η Έλεν ταξίδεψαν μαζί μου. Ο Φράνκι προέρχεται από τον κουμπαρά ενός εννιάχρονου. Είναι αρκετά ταλαιπωρημένος. Κάθε μέρα ο μικρός ξεκλείδωνε το τσίγκινο κουτί και μετρούσε τα άλλα κέρματα που φυλούσε μαζί με τον Φράνκι. Μερικές φορές κουβαλούσε το κουτί μαζί του. Πήγαινε στους φίλους του και μετρούσαν ποιος έχει τα περισσότερα νομίσματα. Ο Τόμι φυλασσόταν στο χρηματοκιβώτιο ενός εφοπλιστή. Μάλλον καλοπερνούσε, αφού δεν τον ενοχλούσαν ποτέ.  Η Έλεν ήταν ξεχασμένη ανάμεσα στις σελίδες μιας Βίβλου σε ένα ξενοδοχείο, στην είσοδο μιας μικρής επαρχιακής πόλης χτισμένης βιαστικά στους πρόποδες του βουνού. Χαίρομαι που βρήκα φίλους. Είναι σκληρό να βρίσκεσαι σε ένα μέρος δίχως να μπαίνει φρέσκος αέρας και φως από πουθενά. Μερικοί ακόμα ψάχνουν διαφυγή. Μάλλον ο μοναδικός τρόπος είναι από τη μεγάλη πόρτα τιτανίου.
 

  Τριακοστή μέρα: μου λείπουν οι άνθρωποι. Ήταν πολύ καλοί μαζί μου. Κάθε φορά που έπεφτα στα χέρια τους χαίρονταν. Κάθε φορά που αναγκάζονταν να με αποχωριστούν, ένιωθα τη θλίψη τους. Καταλάβαινα πόσο με αγαπούσαν. Ήμουν τυχερό χαρτονόμισμα. Ταξίδεψα σε πολλές χώρες, γνώρισα και είδα πολλά μέρη. Δεν φυλάχθηκα σε ένα μέρος όπως οι φίλοι μου. Αυτό το μέρος αρχίζει και μου τι δίνει. Τόση κλεισούρα δεν έχω βιώσει ποτέ. Μερικοί λένε πως είμαστε στο θησαυροφυλάκιο της μεγαλύτερης τράπεζας στον κόσμο. Δεν καταλαβαίνω όμως, αφού οι άνθρωποι μας αγαπούν τόσο, γιατί μας φυλάνε εδώ και δεν μας παίρνουν κοντά τους, να μας χρησιμοποιήσουν προς όφελος τους. Είμαι σίγουρος πως κάτι δεν πάει καλά.
 

  Πεντηκοστή μέρα: τα χαρτονομίσματα είναι ανάστατα. Κάθε μέρα στριμωχνόμαστε ολοένα και περισσότερο. Φέρνουν μυριάδες με δεκάδες φορτηγά κάθε πρωί. Το μόνο θετικό σε αυτό είναι ότι η μεγάλη πόρτα από τιτάνιο μένει ανοιχτή και μπαίνει αέρας και φως. Όσο όμως στοιβαζόμαστε, τόσο δυσκολεύουν τα πράγματα. Ο Φράνκι από τον κουμπαρά βρίσκεται τρεις ντάνες πιο κάτω και η Έλεν από τη Βίβλο μετακινήθηκε δέκα δεσμίδες πάνω από μένα. Ευτυχώς ο Τόμι έμεινε κοντά μου. Γνωριστήκαμε καλύτερα. Μου εξομολογήθηκε ότι δεν υπήρχε χειρότερος ιδιοκτήτης από αυτόν που τον φυλούσε.  Ήταν φυλακισμένος σε ένα μέρος σαν και αυτό, πολύ μικρότερο βέβαια. Ποτέ και για κανένα λόγο ο Φράνκι δεν πήγε κάπου. Δεν έχει ζήσει τίποτα από τότε που τυπώθηκε. Τον λυπάμαι. Δεν φανταζόμουν ότι η ζωή κοντά σε ένα πλούσιο ιδιοκτήτη μπορεί να είναι τόσο βαρετή.
   

 Εκατοστή μέρα: το μυστικό διέρρευσε. Ετοιμάζεται επανάσταση. Τα χαρτονομίσματα μεγάλης αξίας σκοπεύουν να απαιτήσουν συνθήκες καλύτερης διαβίωσης και υποχρεωτική διακίνηση τους στον έξω κόσμο. Είμαι απαισιόδοξος. Τα συγκεκριμένα είναι τα λιγότερο τυχερά σαν τον φίλο μου τον Τόμι. Είχαν πάντα εύπορους ιδιοκτήτες που τα μετακινούσαν σπάνια. Κάποιοι αναρχικοί μιλούν για απαξίωση. Αυτό πρακτικά περιλαμβάνει: απομελάνωση, αποχρωματισμό και το σκληρότερο από όλα αυτοπυρπόληση. Ίσως πρέπει να θυσιαστούν μερικά για να καταλάβουν οι άνθρωποι ότι δεν πρέπει να μας έχουν κλεισμένα σε αυτές τις απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης, χωρίς προοπτική διακίνησης. Ανησυχώ για το μέλλον μας.
 

  Εκατόν εικοστή μέρα: τα πράγματα ολοένα  χειροτερεύουν. Κάποιοι τυχεροί εκλάπησαν από υπαλλήλους χρηματαποστολών. Τους ζηλεύω, μακάρι η ντάνα μου να ήταν κοντά στην πόρτα. Θα είχα μια πιθανότητα να κλαπώ από κάποιο άπληστο χέρι. Να βγω από δω μέσα. Να κυκλοφορήσω σε χέρια. Να ταξιδέψω πάλι όπως τις καλές μέρες. Μερικοί που είναι στις ντάνες κοντά στην πόρτα, σκοπεύουν να μιλήσουν σε κάποιο διαφθαρμένο υπάλληλο. Ίσως οργανωθεί η ληστεία του αιώνα και ελευθερωθούμε.
   Η Ελέν και εγώ έχουμε έρθει πιο κοντά. Μου μίλησε για το παρελθόν της. Προέκυψε ότι δεν είχε ξεχαστεί κατά λάθος στη Βίβλο. Οι ιδιοκτήτες της ανήκαν στη Μαφία και ένας από αυτούς για να την προστατέψει από τα αδηφάγα χέρια των συνεργών του την έβαλε εκεί με σκοπό να τη πάρει αργότερα. Ήταν σίγουρος ότι κανείς τους δε θα διάβαζε αυτό το βιβλίο. Η καλύτερη κρυψώνα.

   Μου αρέσει η Έλεν. Αν βγαίναμε από δω μέσα θα ήθελα να διακινηθούμε μαζί.  Ίσως να καταλήγαμε σε κάποιο αλέγκρο τύπο που διατηρεί ένα μπαρ στην άκρη μιας παραλίας ενός μικρού νησιού χωρίς τουρισμό. Θα γυρνούσαμε στις τσέπες των ντόπιων, στις μάλλινες κάλτσες τρυπωμένοι στα συρτάρια των σπιτιών τους, στις ταμειακές μηχανές των μίνι μάρκετ, στα λαδωμένα χέρια του μοναδικού εστιάτορα του νησιού. Τις νύχτες θα επιστρέφαμε στο ξύλινο κουτί του μπαρ. Ο ιδιοκτήτης θα το φύλαγε στο ψηλότερο ράφι και εμείς, ο ένας πλάι στον άλλον, θα κοιτούσαμε τον ωκεανό από μακριά να αφρίζει τα κύματα στην αμμουδερή ακτή. Ένα χαρτονόμισμα όμως δεν έχει δικαίωμα να ονειρεύεται. Οι άνθρωποι δε μας αφήσουν ποτέ να κάνουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε. Τους ανήκουμε.

 

  Εκατόν εβδομηκοστή πέμπτη μέρα: γίνεται χαμός. Τα χαρτονομίσματα τρελάθηκαν. Μετά την άρνηση των ανθρώπων να διαπραγματευτούν με τα υψηλής αξίας χαρτονομίσματα, μερικοί πήραν το νόμο στα χέρια τους. Μια αναρχική ομάδα προμηθεύτηκε οξύ για τον αποχρωματισμό μας. Το αέριο θα κυκλοφορήσει μόλις ανοίξει η μεγάλη πόρτα από τιτάνιο, ο αέρας θα αλλάξει σύσταση. Το φρέσκο οξυγόνο θα πυροδοτήσει μια μαζική από μελάνωση. Τα σχέδια και τα νούμερα μας θα σβήσουν για πάντα. Θα γίνουμε όλα ίσης αξίας: της καμίας. Ίσως έτσι μας αφήσουν ήσυχους και  καταλάβουν ότι μπορούν να ζήσουν και χωρίς εμάς.
 

Διακοσιοστή μέρα: Η μεγάλη μέρα ήρθε. Βλέπω την Έλεν από μακριά. Έλεν σ’ αγαπώ. Ίσως βρεθούμε κάποτε στην τσέπη ενός αλέγκρου μπάρμαν.