Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

6 Δεκ 2014

Δημήτρης Κολιδάκης, Σισύφειος απολογία

Τις Πέμπτες,
επισκέπτομαι ψυχές παρατημένες
στο ετοιμόρροπο ενδιαίτημα στην άκρη της πόλης μου.
Eγκλωβισμένες,
σε φυλακές επιμελώς κεντημένες
με σύρματα πολυκαιρισμένα μα υφής σκληρής,
με λαμαρίνες κρύες μα αθάνατης αντοχής,
κολαστήρια μελετημένα για να συγκρατούν με κάθειρξη,
προσμονές και μάτια-παραθύρια γεμάτα αλήθειες,
ενώ μια αέναος θλίψη σέρνεται στο πάτωμα ανίσχυρη,
από την ανθρώπινη γλισχρότητα,
να δραπετεύσει.
Ύστερο συναίσθημα -«εν αφθονία» όμως- ο φόβος,
ανήμπορος πια το σώμα να προδώσει,
φίλιωσε μαζί του
κι έγινε κραυγή κι αλύχτισμα νυχτερινό.
Ελάχιστη προσφορά τής καρδιάς μου,
το κάθε ξέχωρο αναγύρεμα ανασασμού
και σταγόνες απολογιστικής ανθρωπιάς.
Επιστρέφοντας στο σπίτι,  
αφήνω σ’ ένα ξυλόσπιτο στην άκρη της αυλής μου,
σκέψεις και τύψεις.
Σκέψεις αγωνιώδεις για το «αύριο» των,
από τους άλλους, παρατημένων ψυχών.
Τύψεις ασφυκτικές για το «τότε» της,
αδικαιολόγητα από… μένα, διωγμένης ψυχής
και που βασανιστικά τιμωρούμαι,
με μια ατέρμονη Σισύφειο απολογία για την απερίσκεπτη,
και επιεικώς χαρακτηρισμένη ως «κολάσιμη»,
πράξη μου.
Τότε, κάποιο μουντό απόγευμα Πέμπτης.