Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

14 Μαρ 2015

Να πιει ο «κομαντάντε», να ξεδιψάσει… (Μια αληθινή ιστορία)

Γράφει ο Οικοδόμος //
(Η ιστορία είναι αληθινή. Μόνο τα ονόματα άλλαξα.)
Μερικές φορές από το τίποτα σχεδόν ξεπηδούν στη μνήμη εικόνες που ανασυνθέτουν παλιά περιστατικά, παραμερισμένα στις σκοτεινές σήραγγες της ανελέητης καθημερινότητας. Φτάνει μια αφορμή, ένας ήχος, μια μυρωδιά, ένα πρόσωπο που μοιάζει με κάποιο άλλο, δυο λόγια κάποιου φίλου και σηκώνονται τότε τα κασμαδάκια της λήθης και σκάβουν τη φλέβα της ψυχής και βγάζουν στο φως κάποια απ’ όσα η ζωή αποθήκευσε εκεί με τα χρόνια. Θύμησες, έγνοιες, αγωνίες, φόβους, όνειρα, κατάρες… Ή μια γλυκόπικρη ιστορία από κείνες που μπορεί να συμβαίνουν δίπλα μας κάθε στιγμή και να μη τις «διαβάσουμε» ποτέ. Που αν τύχει όμως και τις «διαβάσουμε» μάς γεμίζουν με συναισθήματα που μόνο ο άνθρωπος έχει το προνόμιο να αισθανθεί.
*****
Πριν από χρόνια, σε μια ξακουστή γειτονιά της Αθήνας, στην ανακαίνιση μιας μεγάλης μονοκατοικίας ―από κείνες τις παλιές, τις πέτρινες, με καταπράσινη αυλή μπροστά και πίσω― γνώρισα τον Ανέστη. Η μονοκατοικία ήταν το πατρικό του σπίτι. Ένα χρόνο νωρίτερα είχε πεθάνει η μάνα του (ο πατέρας του είχε «φύγει» από χρόνια) και το ακίνητο έμεινε σ’ αυτόν και τ’ άλλα δυο αδέλφια του. Αποκατεστημένα στη ζωή τους, εκείνα, με δικές τους οικογένειες και καλές δουλειές· είχανε κάνει δηλαδή «προκοπή». Απ’ όταν έφυγαν οι γέροι η μονοκατοικία έμεινε κλειστή. Είχε φτάσει η ώρα να την ανακατασκευάσουν, να γκρεμίσουν τα εσωτερικά χωρίσματα και να τη χωρίσουν σε τρία μικρότερα διαμερίσματα.
Ο Ανέστης ήταν ο μικρότερος από τους τρεις κληρονόμους. Πρέπει να είχε πατήσει τα 45. Ανύπαντρος, δούλευε σε ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο. Του άρεσε να χορεύει. Ήταν μέλος ενός γνωστού συγκροτήματος παραδοσιακών χορών και ταξίδευε σε διάφορα μέρη του κόσμου για να χορέψει. Ο Ανέστης αγαπούσε με πάθος την ποίηση και τα τρένα.
Η συνέχεια εδώ