Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

16 Ιουλ 2015

ΣΤΙΣ ΠΕΤΡΟΚΟΛΩΝΕΣ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ

Κοιμότουν κι ονειρεύουνταν.

Πουλάκι περιπαθητικό η ψυχούλα του φλετούραε καταμπροστά στα χαμηλά παρεθυράκια της Τρισεύγενης.

Σαν νάταν κει τάβλεπε αντικρυά του, τα ίδια κι απαράλλαχτα, κατά πώς ήταν και βρισκόντουσαν, αδεκεί στην άκρια στο γιαλό, στο περιγιάλι.

Μιά ζουγραφιά, ένα κάδρο, ήταν πάντα στο νου του η σιλουέττα του μικρού σπιτιού της και ο δρομάκος της.

Μαλλούσα, μαυρομάτα, βεργολυγερή, ήταν και η Τρισεύγενη – πορτραίτο ζωντανό μες στην ψυχή του.

Μήνα 'χε που τη γνώρισε –στα έμπα τ' Απρίλη μήνα την πρωτόειδε– μα χρόνια πολλά είχε γεράσει ο έρμος, εξαιτίας της.

Που νάταν η ώρα μαύρη που την άντεσε, που νάταν η μέρα σκοτεινή και κρύα.

Έτσ' έλεγε, πίνοντας το γλυκύ φαρμάκι που τον πότιζε... Όχι, νάταν χρυσή κ' ευλογημένη το ξανασυλλοΐζονταν σαν που του χαμογελούσε την έθώρα.

Όμως δεν τον απάταε η ιδέα του. Αισθάνονταν καλά –το μάντευε– πως η Τρισεύγενη δεν ήταν και στην ψυχή, κατά πως ήταν άγγελος στην όψη.

Είχε μιά διαβολιά, μιά τσαχπινιά ανεπάντεχη. Είχε 'ναν διάολο πεντάμορφο στα εντός της. Περίεργο πράμα νάχει καεί και η φωτιά να τον τραβάει...

Μιά τού χαμογελούσε και τού έγνεφε, και μιά τούκλεινε κατάμουτρα το τζάμι. Μιά στο σφυρί και μιά στο πέταλο. Φωτιά τον τάιζε, κρύο νεράκι τον πότιζε κατόπι. Άχ, αψηλοί καϋμοί και ιντέρτια ! Να σε κάψω Γιάννη, να σ' αλείψω μέλι...

Μα το ζήτημα ήταν αυτό: Τον αγάπαε η Τρισεύγενη; Τον πόναε καμμιά σταλίτσα, η καρδιά τση;

Πάνω σ' αυτό το μυαλό του Καπτα-Γιάννη του Μελετογιάννη, του σταμάταε. Ήταν αδύνατο να ξέρει.

Μάλλον πως ναί, τούγνεφε μιά η ιδέα του. Μάλλον πως όχι του ξανάλεγε κατόπι.

Ναι ή όχι; Όχι ή ναι; Να το μυστήριο !

Και σαν αργονέρι αναβρικό, χύνονταν η πικράδα στην καρδιά του. Και τάβανε τότε με την τύχη του, μάλωνε με τον εαυτό του. Κι απ' την ψιλή κρισάρα τα πέρναε ούλα η σκέψη του, απ' την ψιλή τη σίτα.

Εσκέβονταν βαθιά, έκρινε μονάχος του τα πράματα, μίλαε με τον εαυτό του. «Άχ, ναι. Πυρ, γυνή και θάλασσα, το ξέρω. Τρία κακά μεγάλα· μα όχι η φωτιά, μάηδε η θάλασσα, όσο μόνο η γυναίκα».

Αυτός και με τα δυό επάλεψε και με τα δυό είχεν έβγει παλληκάρι...

Με τούτη εδώ τη θάλασσα πούχε να κάμει, ποτές του δεν εκιότεψε. Ίσα-ίσα την είχε για παιχνίδι. Δε την φοβήθηκε ποτές. Δεν ίδρωσε τ' αφτάκι του. Στη Μαύρη θάλασσα ναυάγησε· στο Τούνεζι, στη Μπαρμπαριά ήρθε τούμπα· μ' ούλα τα μπουγάζα και τα πέλαγα είχε διαφορές και μάγκανα. Με τον κάβο-Μαλιά εγκρίνιαζε και με τον κάβο-Ντόρο πάσα τόσο· και με τον κάβο-Ματαπά τάχε ειπωμένα τα λογάκια του, και με τον άλλο, τον ερίφη τον κάβο-Πάπα τάχε –που λες– χοντρύνει. Ψες προψές ακόμα, μ' αυτουνού του σερέτη του τρικέρατου τα κύματα, επάλαιψ' ούλη νύχτα ως τις αυγούλες. Στήθο με στήθο, φωτιά στη φωτιά, μπαρούτι στο μπαρούτι. Εκεί να σ' έχω να ιδείς πόλεμο κι αντάρα. Με μια φελούκα, μια σπασόβαρκα, και νάνε ατός του κι απατός του. Με τόνα χέρι στο διάκι και τη σκότα 'πό τα δόντια. Δίχως μούδα. Πού μούδες και πράσιν' άλογα, πού καιρός να παίξεις τις αμάδες. Και τις αυγές σαν καβατζάρησε, νά και πέντε φάσκελα στου κερατά τα μούτρα.

Ρεζίλι στον κατάντησε.

Τη θάλασσα –που λες– αυτός δεν την εσκιάχτηκε. Μάστορης ήταν και κουρσάρος της, αψύς νταής και νταβατζής της. Σωταλαπρίμα δαύτος πάγαινε, σωταλαπρίμα της, ερχότουν. Εκείνος όμως που την έκρινε μαζί με τη γυναίκα, δεν θάξερ' από θάλασσα. Ατζαμής θα νάταν...

Πρέπει να φας θεριό για να θεριέψεις. Πρέπει να τόχει η κούτρα σου να κατεβάζεις ψείρες. Αμ δα;

Ο Καπτα-Γιάννης ο Μελετογιάννης, νόμισε πως τώρα ήμπαινε στο νόημα, τώρα πως φωτιζόταν.

Αυτό ήταν το λοιπόν.

Ο κάθε ένας με τη μαστοριά του. Μάστορας αυτός της θάλασσας μα όχι και των γυναικώνε. Των γυναικώνε; Θεός φυλάξει. Δεν είν' μαλλιά τα γένεια. Τί σχέση έχει ο πάσα γαρμπής κ' οι αγέρηδες με τη γυναίκα — το δαιμόνι; Ο φάντες με το ρετσινόλαδο; Ο παπάς με το λοχία; ορίστε;

Και μπαίνοντας πιότερο στο νόημα, ψιλά-ψιλά, συλλογιζόταν: Τάχα πόσοι αγαπητικοί και κανακάρηδες μες στα χωριά και τα ντρεσέκια, δε θάσαν μιας καρπαζιάς κορόϊδα και σελέμια μες στη θάλασσα; Η γυναίκα θέλει μαργιολιά, θέλει –καλέ– καπατσοσύνη... Πρέπει να ξέρεις να πιάσεις με δαύτες συρμαγιά. Μωρέ νάσαι κωλοπετσωμένος, κουμουδί ψαλισμένο πρέπει νάσαι. Μηχανικός, λεχρίτης. Να τρως κουκιά και να μαρτυράς ρεβύθια. Ναί! Όχι να κοκκινίζεις, να τα χάνεις, σαν ελόγου του και μπερδεύουν σου τα λόγια...

Για δαύτο –μωρέ μα το Θεό– όπου κι αν έκρουσε, παράθυρο ή πόρτα, έφαγε τη χυλόπητα. Όπου κι αν πήγε για μαλλί ήβγε στα σβέλτα κουρεμένος.

Αλήθεια κι απαλήθεια! Άλλου είδους και τούτη ταραχή...

Πόσα φαρμάκια δεν είχε πιεί, πόσες ντροπές δεν είχε πάρει.

Άχ τύχη μαγκούφα.

Σαράντα χρόνων κόντευε, χίλιες σαράντα δυό φορές είχ' αγαπήσει...

Πάντα 'πό κούπες σού την έκανε. Ούλο κ' εξάρες τού τις φέρναν. Χαρά στην 'πεμονή του.

Ένα πράμα περίεργο,  μά το ψωμί, μά την αλήθεια:

Λες και τόχαν βάλει στοίχημα ούλες οι γυναίκες για τ' αυτόν! Λες κ' είχαν κάνει ούλες μαζί μιά συνεννόηση, λες κ' είχαν υπογράψει μιά συνθήκη. Άλλες τον καταφρόνευαν με χάχανο κι άλλες τον σκυλοβρίζαν. Άσε και τα χειρότερα. Γιατί; Μυστήριο! Μυστήριο που να μην έσωνε, που νάταν η ώρα μαύρη που εγεννήθη. Μα, ας ήξερε ένα πράμα κι ας απόθενε: Τάχα να τον αγάπησε κι αυτόν καμμιά;

Ώ! για τούτο ο Καπτα-Γιάννης ήταν βέβαιος.

Καμμιά!

Έτσι τούλεγε η ιδέα του. Έτσι του φώναζαν κ' οι πέτρες... Να κλάψει τούρχονταν, να σκάσει.

Και πουλάκι η σκέψη του, παθιάρικο, πέταγε στα παλιά, στα περασμένα.

Ακόμα αιστάνουνταν απάνω του το ξύλο που μονομιάς κι αμέσως έφαγε, για τη μιά, την πρώτη που ερωτεύθη. Άσκημο σεφτέ («σκατοχεριά») είχε κάμει ο κακομοίρης. Παιδί 'ταν ακόμα, πάνω στ' άνθια του, γειτόνισσά του ήταν κι αυτή, τσαγκάρη κόρη. Μάγια 'χαν τα έρμα της τα μάτια, κειά τ' αράπικα, μαγνήτη 'χε η αερική πορπατησιά της. Αίμα 'σταζε τ' αχείλι της, αίμα 'σταζε και η καρδούλα του για δαύτη.

Παίρνει κι αυτός χαρτί και καλαμάρι. Το καλαμάριν

έγραφε και το χαρτίν εμίλειε:

«Το και το, αγάπη μου, ψυχή μου. Μάτην ακαρτερώ μιά γλυκιά ματιά σου, μάτην προσμένω ένα γλυκό σου λόγο...

Σέ γλυκοτριανταφυλλοασπάζομαι, ο σος Ιωάννης Μελετογιάννης»

Ώχ! και σαν πέφτει στα νύχια του τσαγκάρη τού πατέρα της, ένα βραδάκι –το απόσπερο– το ίδιο. Πού σε πονεί και πού σε σφάζει. Τον πλάκωσε «στις γρήγορες» ως που είδε τον παππού του... αρχιμαντρίτη.

Όμως καιρός δεν πολιοπέρασε. Άλλην αγάπησε πιστά και μπιστεμένα.

Μπαξές ερωτικός η καρδούλα του, άνθιζε και λουλούδιζε τον έρωτα, πενταβολούσε την αγάπη.

Μιά ράφτρα, μιά γαζόστρα, τ' ασήκωσε τώρα το νου και τούβαλε σεβντά τρανό μες στην καρδιά του.

Σα λιγνό κυπαρισσάκι 'ταν το μπόι της, όμορφη, μακροπόδαρη, καμώζα. Σειότανε και λυγιότανε στις τσάρκες της και βεργολύγαε σαν πάγαινε δουλειά της. Σειότανε και λυγιότανε και δαύτος κατά πόδι της. Κι ομπρός απ' την πόρτα της εβράδυαζε, κάτ' απ' τα παρέθυρά της ξενυχτούσε.

«Μάτην» κ' εκεί ακαρτερούσε ένα λόγο της, «μάτην» επρόσμενε μιά γλυκιά ματιά της. Ίσα-ίσα. Μιά γαβάθα νερά της λάντζας τούρθε κατακέφαλα και σύχασε.

Ησύχασε; Θεός φυλάξει. Κούφια η ώρα που τ' ακούει. Συχάζει ο πόταμος α δε σμίξει με τη θάλασσα; Πέφτει το μήλο α δε γουρμάσει;

Άλλην αγάπησε: μιά χήρα.

Μήτε να σαραντίσει δεν την άφησε. Μήτε τον άντρα της να κλάψει.

Άχ πόσ' όμορφα της πάγαιναν τα μαύρα ! Κακοπαθιότανε και μοίρονταν, έκλαιγε σα λαφίνα.

Την ψυχοπόνεσε κι αυτός από καρδούλα του. Βάλσαμο ας γίνονταν του πόνου της, παρηγοριά στη λύπη της, δροσά της.

Μυρουδάτο χαρτί –τριανταφυλλί– επήρε. Κι από τις τέσσερις τις πάντες τόκαψε. Και κάθισε και το σύνταξε το ραβασάκι.

Το καλαμάρι πάλιν έγραφε και το χαρτί πάλιν εμίλειε. Και τί δεν έγραφε! «Ας άλλαζε και τ' όνομα, ας μην την λέγαν χήρα». Σώκλεισε κ' ένα γαρούφαλο και με την πόστα τόστειλε.

Τέλος του ήρτε κ' η απάντηση : Ένας πρωτοξάδερφος της χήρας τον ξεμονάχιασε σ' ένα καλντερίμι. Αχ! τύχη μαγκούφα, άλλο ξύλο!...

*

Είδε κι απόειδε ο φουκαράς. Πήρε τον απέθαρρό του. Πάει ξεμπέρδεψε. Τον μάχονταν το φύλο το γυναίκειο. Τον κατάτρεχε η τύχη. Ανύπαντρος θα νάμενε. Με γαμπριάτικο στεφάνι στην κεφαλή θα τον χωμάτιζαν στο μνήμα...

Αχ, ναί, η μαύρη γης –οι σκώληκες– θα τρώγαν το κορμάκι του, την καρδιά του, μ' ούλους μαζί τους πόθους της και τάνειρά της ούλα...

Όμως τί να την κάμεις την μαγκούφα την καρδιά; Πέτρα δεν είναι, ξύλο δεν είναι. Δεν κρύβουνται τα νιάτα.

Καιρός πανιά, καιρός παιδιά, καιρός τα μαύρα μάτια. Κι αυτών των μαύρωνε ματιών, ήταν καιρός για δαύτον. Τρίζανε τα παπούτσια του. Πάνω στην αντρειά του ήταν ακόμα. Ως πέρσυ, ως προπέρσυ άξαινε, μπόι έρριχτε του ύψου. Ζούσε και βασίλευε η μάνα του... Κ' είναι παιδί κανείς, όσο του ζει η μάνα.

Φούσκωνε το λοιπόν η καρδιά του από έρωτα, κελάιδαγαν τ' αηδόνια στην ψυχή του.

Και νά, καλή του τύχη.

Εκεί, περαστικός, πριν απ' την Κάβια, όπου θα φόρτωνε, ζερβόκλινε στη Βολιβιά για 'να βραδάκι. Καρσί στο παρεθύρι της φουντάρισε, το τροχαντήρι του το «Γλάρο». Και αυγούλα-αυγούλα –Κυριακή– θα καβαντζάριζε σοφράνο για την Κάβια. Αυγούλα-αυγούλα!... Κυριακή!... Μα και την άλλη Κυριακή και την παράλλη, εκεί τον βρήκαν οι αυγές και τα βραδάκια. Στο ίδιο φουντάγιο και στη θέση του, καρσί μπρος στης Τρισεύγενης τα φρύδια...

Μόνο που πάσα μέρα πια γερά τον ρεμετζάριζε και τη δεύτερη άγκουρα τού φούνταρε 'να βράδυ.

Τέτοιο πέσιμο είχενε κάνει τους κ' οι δυό, μπρος στης Τρισεύγενης πάλι τα δυό –άστρα της– μάτια. Τέτοιος καιρός ερωτικός, γλυκοφυσάμενος τους είχε –πριν απ' την Κάβια– ποδισμένους!

Ας έπηζ' ο γιαλός με τις φελούκες του. Ας 'πόθαινε ο χάρος. Ρούπι αυτός δε θάκανε απ' τη πιάτσα της, βήμα 'πο τα παρέθυρά της. Καλά 'χε αράξει εκειπαδούλια ο «Γλάρος» του. Καλά, κατακαλά αγναντολογούσε στο καρσί της.

Φτάνει που τούδειξε τ' άσπρα της τα δόντια η Τρισεύγενη, φτάνει που πήρε βόλτα –πια!– το ριζικό του.

Εκειδά ζερβούλια, στου Περπατάρη την ταβέρνα, τόλεγε ούλη τη μέρα και την πιότερη τη νύχτα. Και σαν εσφάλαε κι αυτό, εκεί αντίκρυα του, ολονυχτίς στην αμμουδιά, χαϊδολόγαε η ψυχούλα του, ομπρός στο χαμηλό πορτάκι του σπιτιού της. Αμ' πού αλλού;

Εκεί 'ταν η Τρισεύγενη. Πίσ' από κείνο το παράθυρο τού ζούσε, ήταν ζωντανή, ανάπνεε η αγάπη του. Δεν ήταν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι. Σωστό 'ταν, όρκο έπαιρνε. Στα κόκκαλα των 'ποθαμένων του τ' ορκίζονταν. Νά, όποιος δύνοντσν νάκρουε την πόρτα κ' ήμπαινε, με τα ίδια του τα μάτια θα την έγλεπε ομπρός του αλάκαιρη, ολόσωμη κι ατόφια. Γλυκοθωρούσα και γελάμενη. Σμιχτοχειλού και κλειστοφρύδα.

Υπεμονή λοιπόν...

Αχ αυτός ο λόγος, αυτός ο πρόσλογος τούχε καθήσει στο στομάχι. Υπεμονή τούλεε ο πάσα φίλος του, υπεμονή οι χαρτορίχτρες. Έτσι, «υπεμονή» σκεβότανε πικρά κι ατός του, στην ταβέρνα.

Για δαύτο, σαν τον συμπαίρναν οι καϋμοί, έγερνε την κεφαλή δεξά, πα στην παλάμη του. Και τόλεγε βαλαντωμένα εκειά δα, όπως καθότανε στο «Κρασοπαντοπουλειό» του Περπατάρη. Έτσι γλυκά, περιπαθιάρικα, ένα είδος παράπονο του γκιώνη, κάτι σαν καταπεριπαθιάρικη, λες ψαλμωδία ιερέα:

Άμαν. Ούλοι μού λεν υπεμονή.
θέλει καιρό ο έρως·
υπεμονή κάνω κ' εγώ
ώστε να γίνω γέρος...

Και μπαίνοντας πιο βαθιά στους θεριακωμένους του καϋμούς, γύριζε και της τάλεγε της τύχης...

Πες μου σε τί σου έφταιξα
να δείρω το κορμί μου
με πέτρες και με σίδερα
ώστε να βγει η ψυχή μου... Γιαρέρεμ, μαμάμ.

Νά, αυτά κι άλλα ελέανε πίνοντας μαζί του, ολομερίς με το φίλο του τον γκαρδιακό, στη Βολιβία δώθε απ' τη Κάβια: Το Γιώργη τον περαματζή, παιδί κι αυτό του κουρμπετιού και βλάμη του 'πιστήθιο. Εκεί αντάμα πίνοντας, τάλεαν αδερφικάτα και τα ιντέρτια τους – ο πάσα ένας τα δικά του.

Τούλεγε αυτός για την Τρισεύγενη –αυτήνε την τρεις φορές ευγενικιά, την τρεις φορές ωραία–, τούλεγε για τις εδικούλες του κι αυτός ο Γιώργης ο...

Αχ, και πόσες είχε !

Από δυό, από τρεις σε πάσα πιάτσα και λιμάνι, σε πάσα μαχαλά, σε πάσα δρόμο.

Ούλες τις γλυκοθωρούσες και τις όμορφες, ούλες τις λυγερές και τις τσαχπίνες. Η πάσα μιά τη δική της ομορφιά, η πάσα μιά με τη δική της χάρη...

Όπου κι αν λάχαινε και   βρίσκονταν,  παγαινατός ή ερχομένος,  στην Κάβια,   ή την Πολύβρυση,  στο Βόλο ή τον Περαία, όπου και νάταν και να στέκονταν, είχ' αυτός πορτούλες να τις έκρουε, ήσαν γι αυτόν γιατάκια να πλαγιάσει.

Ά, ούλα κι ούλα.

Ακριβά 'χε αυτουνού ο ερωτάς, περικαλεστικό 'ταν το φιλί του. Τον ακαρτέραγαν αυτόν, καλέσματα τού στέλναν οι πάσα μαριόλες, κι αγαπούσες του...

Καμάρι τόχε και δαύτος και το χαίρονταν το ασικλήκι του, στον κόσμο! Και σαν μερακώνονταν και δαύτος τόστενε περίγλυκα και τόλεγε σαν, όχι–αυτός–παπάς–, αλλά Δεσπότης. Το τραγουδούσε δαύτος το χατήρι του τόκανε έτσι αλά-Τούρκα τσοκ ταξίμ, έτσι ένα Τσανάκ-Καλέ (Αμάν) ντουζένι. Σαν γαϊτανάκι το περίπλεκε και τ' άφινε απέ να ξεδιπλώνει ατό του. Του τραγουδιού ο Οσμάν Αγάς ήταν αυτός που:

Τούχαν ρούχα για ν' αλλάξη
σκέπασμα να σκεπαστεί
και κορμάκι ν' αγκαλιάσει
ώστε να το βαρεθεί...

Και γιατρούς και γιατρικά 'χαν για ελόγου του, αν λάχαινε κ' ήταν αρρωστημένος ή ανόρεχτος, αν ήταν μαχμουρλής ή μαργωμένος.

Και ξόρκια κ' άλλα μαντολόγια, αν τύχπ και τους ήταν βασκαμένος ή από μάτι. Μ' ένα σπυρί αλάτι τον εσταύρωναν, μέλεγο τον πότιζαν κι απέλινο. Και προ πάντων, είχαν γι αυτόνα χαρτζιλίκι. Στο μαξιλάρι, μωρέ, τόβρισκε το παραδάκι αυτός, στην τσέπη τού το βάζαν – για να ξέρεις...

Χαϊδεμένο παιδί 'ταν αυτός τσ' αγάπης και του έρωτα. Κανακάρης και κουρσάρος των καρδιώνε. Μάγια 'χε η ματιά του και τις γήτευε, σαββατογεννημένος ήταν, γλυκοαίματος.

...—Καλά, και η Τρισεύγενη ;

...—Α! ούλα κι ούλα!

Χαλάλι ας του γίνονταν του φίλου του, τ' αδερφικού, του Καπτα-Γιάννη. Μιά και στην Βολιβιά –επά– γνωρίστηκαν, μιά κ' είχαν πιεί αντάμα ένα κρασάκι.

Αδερφός του ήταν πλιό, αδερφή του κ' η Τρισεύγενη για χάρη του. Κάλλιο 'χε βόλι φαρμακερό στα φυλλοκάρδια, να τον εύρισκε, πέρι να 'γείρει μάτια στη δικιά του. Περί τιμή το είχεν υποχρέωσις και δεν εκτέθει αυτός την αντρικότη!... Να μουρνταρέψει ετούτος τη φιλία τους; Να προσβάλει το κουρμπέτι; Δε θάταν άντρας τότες με μουστάκι. Δε θα εφόραε παντελόνια. Ά! ούλα κι ούλα. Χαλάλι ας του γινόταν η Τρισεύγενη. Χαλάλι σαν της μάνας του το γάλα.

Τέτοιο παιδί 'ταν ο Γιώργης ο Τζαντζάς. Χουκλής στη μπέσα και στον έρωτα. Δράκος στην τάξη και στο λόγο.

Σαν τ' αψηλά βουνά ας του ζούσε τέτοιος βλάμης του, σαν τ' αψηλά βουνά, σαν τα βαθιά κανάλια. Άγια τα χούματα της μάνας που τον γέννησε. Γεια στα χέρια της χρυσομαμής που τον εδέχτη. Ποτές του ας μην απόθαινε.

Σταυρωτά τον ανησπάστηκε, βλάμη του τον είπε, κι αδερφό του. Μπέσα για μπέσα το λοιπόν. Θάτρωγ' η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Δικιά του 'ταν η Τρισεύγενη. Με του Θεού τη χάρη πρώτα.

Τον καληνύχτησε αδερφικάτα, τούσφιξε το χέρι. Στην ευκή της Παναγιάς και τ' Άη-Νικόλα, ας πάαινε ο γκαρδιακός του ο φίλος ο Τζαντζάς –αυτός ο μπεσαλής τού πάσα πόρτου... Καλή του νύχτα ως το πρωί που θα ξανάσμιγαν στην πιάτσα.

Κι αυτός είχε καρτέρι πάλε εκεί... Στην αμμουδιά, στα βότσαλα, θα τόλεγε η ψυχούλα του ως τις αυγές, στ' αγνάντια. Το ίδιο – καρσί στο παρεθύρι της, είχεν αράξει κι αυτουνού ο «Γλάρος» κ' η καρδιά του. Μόνο, που όλο και πιο σιμά του –κατ' απάνω του– τους έσπρωχνε, το κύμα και ο έρωτάς του. Μόνο που εκειαδά σταλιάζανε τα τέσσερα τους μάτια = τα δυό γλαρά του καϊκιού, και τ' άλλα δυό –ξαγρυπνημένα– τα δικά του. Απόψε.. Αχ! θα πάσχαζε τάχα κι αυτάς λιγούλη αγάπη ;

Εκεί λοιπόν εκάθισε, στα βότσαλα ξαπλώθηκε, ακούγοντας και τους κλουμπακισμούς των σαφριδιών μες στο λιμάνι. Να, δώθε η πούλια η χρυσοθώρητη. Να, κείθες τ' άστρα – ούλα μαζί μιά τράτα.

Δε θάνοιγε λοιπόν κ' η αγάπη του; Δε θάφεγγε –αυγερινός– στο παραθύρι; Τα χρόνια περνάν, μα οι ώρες δεν περνούσαν.

Το σφαλιστό πορτάκι της εκοίταζε, το παρεθύρι νοερά το περικάλειε. Τ' άστρα να τού το πουν αυτός αρώταε. Μονά-ζυγά εμέτραε τα χαλίκια. Τ' αφέντη τ' Άη-Νικόλα τα χαμόλεγε, περικαλεστικά, σιγούλια, μπερδεμένα: Τα βάσανά του, την αγάπη του... Με τ' όνομα του το θαυματουργό θα βάφτιζε το «Γλάρο» του, χρυσό καντήλι θα του κρέμαε στην πρύμη. Κι αυτόν μέσα στ' ασήμι θα τον έντυνε. Ας έκανε το θάμα του...

Καλά, μα εκεί αντίκρυα του, έτριξ' υπόκωφα ένα τζάμι. Και το κλειστό παραθυράκι της άνοιξε αθόρυβα σαν μάτι. Και μιά σκιά, μωρέ ένας άνθρωπος εφάνηκε, λες πως προσπάθαε να σκαλώσει.

Ποιός νάταν; Το δίχως άλλο κλέφτης, διαλογίστηκε ο Καπτα-Γιάννης, λωποδύτης! Κι αλήθεια κλέφτης ήταν, λωποδύτης. Μα όχι παράδων κλέφτης: Κλέφτης του έρωτά του ήταν και λήσταρχος – ο φίλος του ο Τζαντζάς ήταν ο Γιώργης !...

Ο Καπτα-Γιάννης πόμεινε νεκρός. Απέ, σύρθηκε με την κοιλιά πιο εκεί και είδε. Ο φίλος του ήταν αυτός, τον γνώρισε, αυτός ο μπεσαλής (του ποτηριού...) ο θεριακλής του λόγου της τιμής του!... Κ' ήταν –εκείνη– η Τρισεύγενη!... Διάκρινε την πάλλευκη σκαλοπάτα των δυό μπράτσων της, είδε το σάλτο αυτουνού να πέφτει πίσωθέ της. Κ' είχε –για ν' ανεβεί– θηλειά κάμει τα χέρια του γύρω απ' τον κάτασπρο λαιμό της.

Δε μίλησε, δεν εκουνήθηκε, δεν ανάσανε... Ω, ούδε και πείραζε... ας ήταν.

          Μόνο έτσι, ως ήταν προύμουτος κειδά, πάνω στα βότσαλα, όπου αφρολογούσεν η θάλασσα κι αντρεινόταν το κύμα, έμεινε με τα μάτια στυλά και την καρδιά πεθαμένη. Σαν θαλασσινός σταυρός, που ξέβρασαν τα κύματα, έμοιαζε, με «διασταδόν» τα δυό πόδια του και τα χέρια απλωμένα. Τ' ήθελε αυτός στη Βολιβιά;

*

     Πρωί-πρωί ξερεμεντζάρησε κ' έβαλε πλώρη  του πελάου. Φρέσκια μιά τρελλοτραμουντάνα τον ασήκωνε σαν άσπρο του Άγγελο το «Γλάρο».  Με φούσκα πανιά (και καρδιά) άφηνε γεια στις όμορφες και στις νυχτοτζαμούσες... Κι αντίο της Τρισεύγενης...  Αυτής της ανοιχτοκλειστοτζάμισσας, της νυχτομπρατσοσκαλοπάτας...

Κι αυτός πάαινε–έφευγε... Δε θάκλαιγε, δε θα πενθούσε, δεν θα πόθαινε. Μόνο, ένα κάδρο θάταν πάντα στο νου του, το σπιτάκι της, μιά ζουγραφιά οι αφρίλες τού γιαλού της.

Μπρατσού, μαλλούσα, σμιχτοφρύδισσα, θα του ήταν κ' η Τρισεύγενη, μες στην ψυχή του, ένα πορτραίτο... Μήνα 'χε που τη γνώρισε –στα έμπα τ' Απρίλη μήνα την πρωτόειδε... Μα χρόνια πολλά είχε γεράσει ο έρμος εξαιτίας της...


ΠΗΓΗ: εδώ