Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

1 Φεβ 2016

Τρισεύγενη Γιαννακοπούλου: Τέσσερα Σαντέ

Η ΒΑΣΟΥΛΑ ξύ­πνη­σε χα­ρού­με­νη. Ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α μέ­ρα τοῦ σχο­λεί­ου. Ἔ­τρε­ξε ἀ­πέ­ναν­τι στὸ φοῦρ­νο τοῦ Ζα­γο­ραί­ου ἔ­δω­σε μι­σὴ δραχ­μὴ καὶ ἀ­γό­ρα­σε τὸ κα­θη­με­ρι­νό της φραν­τζο­λά­κι «τῶν πεν­τα­κο­σί­ων» – ἔ­τσι τὸ λέ­γα­νε τό­τε. Στὴ γει­το­νιὰ δὲν ἀ­γα­πού­σα­νε τὸ Ζα­γο­ραῖ­ο. Ἤ­τα­νε τσιγ­κού­νης δὲν ἐ­λε­οῦ­σε φτω­χό, ἤ­τα­νε κλέ­φτης – λέ­γα­νε, ὅ­τι ἔ­κο­βε με­ζέ­δες ἀ­πὸ τὰ ψη­τὰ ποὺ στέλ­να­νε στὸ φοῦρ­νο οἱ νοι­κο­κυ­ρὲς τὴν Κυ­ρια­κή. Τὸ ψω­μὶ τὸ ἄ­φη­νε ἐ­πί­τη­δες μι­σο­ψη­μέ­νο, γιὰ νὰ εἶ­ναι πιὸ βα­ρὺ καὶ ἔ­κλε­βε καὶ στὸ ζύ­γι. «Εἶ­ναι πα­λι­άν­θρω­πος, ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τὶς φτω­χὲς ποὺ ἔ­χου­νε ἀ­νάγ­κη» εἶ­χε ἀ­κού­σει τοὺς με­γά­λους νὰ ψι­θυ­ρί­ζουν. Ἡ Βα­σού­λα στε­νο­χω­ρι­ό­ταν ὅ­ταν τὸ ἄ­κου­γε αὐ­τό, δὲν ἤ­ξε­ρε για­τί. Μό­νον αὐ­τὸς εἶ­χε τη­λέ­φω­νο καὶ ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε τὴ γει­το­νιά. Συ­χνὰ φώ­να­ζε καὶ τὴ μα­μά της: «Κυ­ρί­α Κι­κή, τη­λέ­φω­νο, ὁ κύ­ριος Κώ­στας». 

       Ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ φοῦρ­νο στε­κό­τα­νε ὁ μπαρ­μπα-Θα­νά­σης ὁ μα­νά­βης μὲ τὸ γα­ϊ­δου­ρά­κι καὶ τὴ σού­στα του. Οἱ νοι­κο­κυ­ρὲς ψω­νί­ζα­νε μὲ τὴ ρόμ­πα τοῦ σπι­τιοῦ καὶ τὶς παν­τό­φλες. Ἡ Βα­σού­λα κα­μά­ρω­σε τὴ μα­μά της ποὺ ἦ­ταν ἡ ὀ­μορ­φό­τε­ρη ἀ­π’ ὅ­λες. Πάν­τα ἔ­βγαι­νε στὸ δρό­μο μὲ ἕ­να λου­λου­δά­το φό­ρε­μα καὶ κομ­ψὰ πα­σου­μά­κια. Ἔ­πια­νε τὰ κο­λο­κυ­θά­κια καὶ τὶς ντο­μά­τες μὲ τὰ ὄ­μορ­φα χέ­ρια της μὲ τὰ ὁ­λο­κόκ­κι­να νύ­χια καὶ ρώ­τα­γε: «Πό­σο ἔ­χουν αὐ­τὰ κυρ-Θα­νά­ση;» Ἡ Βα­σού­λα ἔ­με­νε μὲ τὴ μα­μά της σὲ ἕ­να δω­μα­τιά­κι μὲ τὴ δι­κή του εἴ­σο­δο στὸ δρό­μο. Εἴ­χα­νε καὶ τὸ δι­κό τους κου­ζι­νά­κι καὶ καμ­πι­νέ. Μπά­νιο κά­να­νε στὸ πλυ­στα­ριό, ἐ­κεῖ τὴν ἔ­λου­ζε ἡ μα­μὰ της κά­θε Σάβ­βα­το. Ὁ μπαμ­πὰς της ἔ­λει­πε.


H συνέχεια εδώ