Η ΒΑΣΟΥΛΑ ξύπνησε χαρούμενη. Ἦταν ἡ
τελευταία μέρα τοῦ σχολείου. Ἔτρεξε ἀπέναντι στὸ φοῦρνο τοῦ
Ζαγοραίου ἔδωσε μισὴ δραχμὴ καὶ ἀγόρασε τὸ καθημερινό της
φραντζολάκι «τῶν πεντακοσίων» – ἔτσι τὸ λέγανε τότε. Στὴ
γειτονιὰ δὲν ἀγαπούσανε τὸ Ζαγοραῖο. Ἤτανε τσιγκούνης δὲν
ἐλεοῦσε φτωχό, ἤτανε κλέφτης – λέγανε, ὅτι ἔκοβε μεζέδες
ἀπὸ τὰ ψητὰ ποὺ στέλνανε στὸ φοῦρνο οἱ νοικοκυρὲς τὴν Κυριακή.
Τὸ ψωμὶ τὸ ἄφηνε ἐπίτηδες μισοψημένο, γιὰ νὰ εἶναι πιὸ βαρὺ
καὶ ἔκλεβε καὶ στὸ ζύγι. «Εἶναι παλιάνθρωπος,
ἐκμεταλλεύεται τὶς φτωχὲς ποὺ ἔχουνε ἀνάγκη» εἶχε ἀκούσει
τοὺς μεγάλους νὰ ψιθυρίζουν. Ἡ Βασούλα στενοχωριόταν ὅταν
τὸ ἄκουγε αὐτό, δὲν ἤξερε γιατί. Μόνον αὐτὸς εἶχε τηλέφωνο
καὶ ἐξυπηρετοῦσε τὴ γειτονιά. Συχνὰ φώναζε καὶ τὴ μαμά της:
«Κυρία Κική, τηλέφωνο, ὁ κύριος Κώστας».
H συνέχεια εδώ
Ἔξω ἀπὸ τὸ φοῦρνο στεκότανε ὁ
μπαρμπα-Θανάσης ὁ μανάβης μὲ τὸ γαϊδουράκι καὶ τὴ σούστα του.
Οἱ νοικοκυρὲς ψωνίζανε μὲ τὴ ρόμπα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὶς
παντόφλες. Ἡ Βασούλα καμάρωσε τὴ μαμά της ποὺ ἦταν ἡ
ὀμορφότερη ἀπ’ ὅλες. Πάντα ἔβγαινε στὸ δρόμο μὲ ἕνα
λουλουδάτο φόρεμα καὶ κομψὰ πασουμάκια. Ἔπιανε τὰ
κολοκυθάκια καὶ τὶς ντομάτες μὲ τὰ ὄμορφα χέρια της μὲ τὰ
ὁλοκόκκινα νύχια καὶ ρώταγε: «Πόσο ἔχουν αὐτὰ κυρ-Θανάση;» Ἡ
Βασούλα ἔμενε μὲ τὴ μαμά της σὲ ἕνα δωματιάκι μὲ τὴ δική του
εἴσοδο στὸ δρόμο. Εἴχανε καὶ τὸ δικό τους κουζινάκι καὶ
καμπινέ. Μπάνιο κάνανε στὸ πλυσταριό, ἐκεῖ τὴν ἔλουζε ἡ μαμὰ
της κάθε Σάββατο. Ὁ μπαμπὰς της ἔλειπε.