Νύσταζα, και χωρίς να το ζητήσω
τη σφαίρα που μας δείχνει τον καιρό
τον μέσα μας, μου δώσαν να κρατήσω
και μέσα της φοβόμουν να ειδωθώ:
Από το θόλο πέφτανε σεντόνια,
αστραφτερά, κατάλευκα, μεγάλα,
σκεπάζοντας σαν έπιπλα σε σάλα
τα σπίτια μας – μαμούθ κατ’ απ’ τα χιόνια.
Εν τέλει, όταν απλώθηκαν παντού,
ανέτειλ’ ένα κάτασπρο φεγγάρι
στον ουρανό –σημάδι παγετού;
Σε λίγο θα ’ρθει πούλμαν να μας πάρει –
σκεπτόμουν, δίχως ίχνος προσμονής
ή πανικού. Άβουλους, προσηνείς.