ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ κάνει κανεὶς γνωριμιὰ μὲ ἀνθρώπους εἰδῶν-εἰδῶν.
Οἱ πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ξεχνιοῦνται, μὰ κάτι λίγοι μοναχὰ
ἀπομένουνε μέσα στὴν καρδιά του. Κ’ ἐγώ, σὰν ἄνθρωπος ποὺ
εἶμαι, ἔδεσα γνωριμία μὲ κάμποσους, πολλὲς φορὲς χωρὶς νὰ τὸ
θέλω, ἀκόμα καὶ μὲ ἀνθρώπους καταφρονεμένους, ποὺ τοὺς
ἔχουνε οἱ ἄλλοι γιὰ τῆς γῆς τὰ κατακάθια. Καί, μ’ ὅλα ταῦτα, σὲ
κάτι τέτοιους βρῆκα πολλὲς φορὲς τὸ μαργαριτάρι, ποὺ δὲν τὸ
βρίσκεις σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουνε φημισμένο ὄνομα κι ἄλλα
πολλὰ ἀπὸ τὰ ψεύτικα στολίδια ποὺ τὰ τιμᾶς. Τοὺς ἀνθρώπους τοὺς
τρώγει σὰν σαράκι ἡ μανία νὰ φαίνουνται σπουδαῖοι καὶ νὰ τοὺς
θαυμάζει ὁ κόσμος. Σὰν τὰ λουλούδια εἶναι κ’ οἱ ἄνθρωποι, ἄλλοι
ἀγαπᾶνε τὰ φανταχτερὰ τὰ λουλούδια, ποὺ τὰ πουλᾶνε γιὰ νὰ
στολίζουνε τὰ τραπέζια τους ἢ τὶς κηδεῖες τους, κι ἄλλοι πάλι,
οἱ λιγοστοὶ κ’ οἱ φτωχοὶ σὰν ἐμένα, ἀγαπᾶνε τὰ ταπεινὰ τ’
ἀγριολούλουδα τοῦ βουνοῦ. Μὰ αὐτὰ ἔχουνε τὴ μοσκοβολιά, ἐνῶ
τ’ ἄλλα, τὰ ἐπίσημα, εἶναι σὰν νά ‘ναι κανωμένα ἀπὸ χαρτὶ κι
ἀμύριστα, μονάχα ποὺ ἔχουνε ἀρχοντικιὰ ὄψη καὶ ζωηρὰ
χρώματα, καὶ κεῖνα πολλὲς φορὲς ψεύτικα, κανωμένα μὲ μπογιὲς
ποὺ τὶς βάζουνε στὴ ρίζα τους.
Η συνέχεια εδώ