Παρασκευὴ ἀπόβραδο
ΚΑΠΝΙΖΕΙ τὸ τσιγάρο του σκυφτὸς κάτω ἀπ’ τὰ μαραμένα κλήματα. Πολὺς κόσμος μπαινοβγαίνει γιὰ νὰ ξεσκάσει ἀπ’ τὴ φορτικὴ ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργεῖ ἡ καπνιὰ ξεγλιστρώντας ὕπουλα ἀπ’ τὴν κουζίνα. Κάνω νὰ τὸν φωνάξω, ἀλλὰ τελευταία στιγμὴ διστάζω. Ἔχει σκοτεινιάσει τὸ πρόσωπό του. Βλέπεις, ἕξι σχεδὸν χρόνια εἶναι ριζωμένος ἐδῶ. Τὰ δάχτυλά του μοιραῖα συναντοῦν τὴν καύτρα τοῦ τσιγάρου —ἔτσι ὅπως εἶναι βυθισμένος σὲ περισυλλογὴ— κι ἐνστικτωδῶς τὸ πετάει κάτω. Ἀπομακρύνεται δέκα μέτρα, ψαύει τοὺς κροτάφους του καὶ γυρνᾶ πίσω συνοφρυωμένος.
Η συνέχεια εδώ