ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ τοῦ γραφείου μου ρίχνω πότε-πότε ματιὲς κάτω στὴν πλατειούλα. Ἔχει σχῆμα ρομβοειδὲς καὶ στὸ κέντρο της δὲν εἶναι πλατύτερη ἀπὸ 45 μέτρα. Εἶναι σχεδὸν γυμνὴ ἀπὸ δέντρα, ἀλλὰ τ’ ἀπογέματα γεμίζει ἀπὸ μικρὰ παιδιά. Στὴ μέση της, ἀπέναντι, εἶναι ἕνα διόροφο σπιτάκι. Ἐκεῖ μένει ἕνας γείτονας μὲ τὴν οἰκογένειά του, τὴ γυναίκα του, τὶς δυὸ κόρες καὶ τὸ μικρὸ ἐγγονό του. Κάθε πρωὶ ὁ μεσόκοπος γείτονας βγαίνει στὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ του καὶ περιμένει λίγο, ὥσπου οἱ γυναῖκες νὰ τοῦ φέρουν τὸν ἐγγονό του. Ἔπειτα πιάνει μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι τὸ δεξὶ χέρι τοῦ παιδιοῦ καὶ παίρνουν τὸ δρόμο γιὰ τὸ νηπιαγωγεῖο. Ἡ πλατειούλα εἶναι λίγο κατηφορικὴ καὶ βαδίζουν προσεκτικά.
Η συνέχεια εδώ