ΕΝΑ ΠΡΩΙ ξύπνησα καὶ δὲν θυμόμουν τίποτα. Εἶχα μόλις ἀνοίξει τὰ μάτια μου, καὶ πρὶν προλάβω ν’ ἀναρωτηθῶ ποιό εἶναι τὸ ἄγνωστο δωμάτιο καὶ πῶς βρέθηκα ἐκεῖ, ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ μπῆκε φουριόζα μιὰ ἀναμαλλιασμένη Κυρία —τὰ ροῦχα της ἦταν ἔτσι βαλμένα ποὺ δὲν καταλάβαινες ἂν μ’ αὐτὰ εἶχε κοιμηθεῖ ἢ ἦταν ντυμένη γιὰ ἔξω— ἡ ὁποία, μὲ ἐκπληκτικὴ βεβαιότητα, μοῦ εἶπε νευριασμένα: «Σήκω γρήγορα, Ἄννα! Τί κάνεις; Θ’ ἀργήσεις.»
Η συνέχεια εδώ