Ο Κώστας Αξελός ήταν σύγχρονος Έλληνας στοχαστής και φιλόσοφος και καθηγητής φιλοσοφίας. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε 16 γλώσσες.
Το Μάρτιο του 1992 ανακηρύχθηκε διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου. Στις 14 Απριλίου 2000, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Στις 5 Μαρτίου 2009, αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος γιατρού και η μητέρα του καταγόταν από την παλιά αθηναϊκή οικογένεια Ξηροταγάρου. Ακολούθησε σπουδές Νομικής και κατά την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής, πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση. Κατά τoν Ελληνικό εμφύλιο πολέμο, οργανώθηκε στο ΚΚΕ και ήταν οργανωτής και δημοσιογράφος. Το 1945 , μετά την διαγραφή του από τις τάξεις του ΚΚΕ και την συνακόλουθη καταδίκη του σε θάνατο από στρατοδικείο, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του το Φεβρουάριο του 2010. Σπούδασε φιλοσοφία στη Σορβόνη και δίδαξε από το 1962 ως το 1973 ως καθηγητής. Επίσης, ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Arguments.
Με διαμεσολαβητές τους Προσωκρατικούς, ο Κώστας Αξελός προσπαθεί να συμφιλιώσει τον Μαρξ με τους Νίτσε, Φρόιντ και Χάιντεγκερ, αναζητώντας πολυδύναμο παρατηρητήριο για την κατόπτευση των προβλημάτων της μεταμαρξιστικής εποχής. Ήδη με τα πρώτα κείμενα, στρέφεται προς τη στοιχειοθέτηση μιας βιοθεωρίας που να καθίσταται πράξη στον στίβο μιας ελεύθερης και δημοκρατικής πολιτείας, έστω κι αν ο δρόμος που οδηγεί σ' αυτήν συνεπάγεται τη βίαιη κοινωνική διαλεκτική της επαναστατικής ανατροπής. Δεν αποφεύγει τη γοητεία του αποσπασματικού λόγου που διέσωσε τη σκέψη του Ηράκλειτου, με την αξίωση πάντως να μελετηθεί στη συνάφειά του με το «πνεύμα του καιρού του» και να αποτιμηθεί με ακρίβεια η «ευεργετική» του επίδραση στο έργο τουΈνγκελς και του Μαρξ. Συναφώς αιτιολογεί το αυξανόμενο ενδιαφέρον της σύγχρονης έρευνας για τους Προσοφιστές και γενικότερα για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ορίζοντας τη φιλοσοφία ως μέθοδο αντικρίσματος των νόμων της κίνησης της φύσης, της ιστορίας και του πνεύματος και θυμίζοντας στο σημείο αυτό το Anti-Dühring (1952).
Έχει εγκατασταθεί στη Γαλλία ο Αξελός, όταν για την προβληματική σχέση του ανθρώπου με την ιστορία συμπλησιάζει τον Ένγκελς και τον Μαρξ με τους Νίτσε και Φρόιντ. Προνομιακό πεδίο γι' αυτή τη συνάντηση αναδεικνύονται τα Οικονομικο-φιλοσοφικά χειρόγραφα του Μαρξ με ερεθιστική αιχμή το νόημα και τις μορφές της «αποξένωσης». Στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα, εντοπίζονται οι επιπτώσεις του καταμερισμού της εργασίας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κεφαλαίου, του χρήματος και της βιομηχανίας, που μεταμφιέζει σε «πολιτισμό» την «ωμή κατάσταση της βαρβαρότητας των αναγκών». Οι σχέσεις των δύο φύλων, επίσης η «εξωτερίκευση» του ανθρώπου σε μια «ξένη πραγματικότητα», η μετατροπή του «είναι» σε «έχειν», η μετάβαση από το «πραγματικό» στο «αφηρημένο» (ενόσω η «Λογική είναι το χρήμα του πνεύματος») και από την αλήθεια στην «αποξένωση της αυτοσυνείδησης» συναποτελούν εκφάνσεις της «Entfremdung». Η τελευταία μπορεί να αρθεί μόνο με την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας ως «θετικής αναίρεσης της ατομικής ιδιοκτησίας». Τότε αναμένεται να ξαναγεννηθεί ο «ολόκληρος Άνθρωπος», που θα συνταιριάζει τηνελευθερία με την αναγκαιότητα του «ατόμου και του γένους», τις φυσικές με τις ιστορικές επιστήμες, καταργώντας έτσι τις «ψευδείς ιδεολογίες και την αφηρημένη φιλοσοφία» (1952).
Ακολουθώντας το παράδειγμα του δασκάλου του Χάιντεγκερ, φιλοσοφεί μέσω της γλώσσας, συχνά χρησιμοποιώντας μια συνεχή ροή αφοριστικών προτάσεων για να υποδηλώσει τα σημεία με τα οποία αφουγκραζόμαστε το «παιγνίδι του κόσμου». Με την ίδια σκευή πλησιάζει τους «ορίζοντες του κόσμου», αποκρυπτογραφεί τα «μυθολογικά στοιχεία» του μαρξισμού και ιδίως αναγγέλλει την έλευση της «μεταϊστορίας», που διαχέεται προδρομικά στην «τελειωμένη διατηρημένη, μηδενισμένη, ξεπερασμένη, κοινωνικοποιημένη, πλανητικοποιημένη υποκειμενικότητα» (1964).
Κατά την εκδοτική πρόθεση του Αξελού, οι δύο διδακτορικές διατριβές και το βιβλίο του "Προς την πλανητική σκέψη" (1964) αποτέλεσαν την πρώτη τριλογία των γραπτών του στα γαλλικά με τίτλο «Η εκδίπλωση της περιπλάνησης» («Le deploiement de l' errance»).
Στους κόλπους της σημερινής εποχής η σκέψη και ο κόσμος αναδύονται πλανητικά, ως ψηλάφηση και ως πραγματικότητα ενός «αθέατου ορίζοντα όλων των ενδοκοσμικών πραγμάτων» (1964), με αποτέλεσμα να στοιχείται η διαρκής περιπλάνηση προς τη θρυμματισμένη «ολότητα» που περιβάλλει τον άνθρωπο και που με τη σειρά της γίνεται «ερωτηματικό του παιγνιδιού» μ' αυτήν (1964). Την αίσθηση βέβαια αυτή αποκομίζει η δεύτερη τριλογία που τιτλοφορείται «Η εκδίπλωση του παιγνιδιού» («Le deploiement de jeu») και περιλαμβάνει τις συνθέσεις: "Το παιγνίδι του κόσμου" (1969), "Για μια προβληματική ηθική" (1972) και "Συμβολή στη Λογική" (1977).
Η τρίτη τριλογία φέρει τον τίτλο «Η εκδίπλωση μιας έρευνας» και απαρτίζεται από τα βιβλία: "Επιχειρήματα μιας έρευνας" (1969),"Ορίζοντες του κόσμου" (1974) και "Προβλήματα του διακυβεύματος" (1979). Τον απασχολεί το δίπολο Μαρξ και Φρόιντ, το οποίο ο Αξελός ουδέποτε αντιμετώπισε με την αμεριμνησία του πατροκτόνου, από τότε που διακήρυττε ότι πρέπει να «απελευθερώσουμε τις ακμαίες δυνάμεις» που περιέχουν ο μαρξισμός και ο φροϋδισμός (1964) ως τις «αυτοβιογραφικές» του σημειώσεις, στις οποίες υπογραμμίζει ότι «μένει να ξαναρωτήσουμε, να προεκτείνουμε τις μαρξικές και φροϋδικές διαισθήσεις» (1997). Στο επίκεντρο των αναζητήσεών του εξακολουθεί να βρίσκεται το «παιγνίδι του συνόλου των συνόλων», ιδίως στη συνάρτησή του με το ερώτημα για το «τέλος της ιστορίας». Τούτο αναδιατυπώνεται απερίφραστα ως εξής: «Δεδομένου ότι όλα έχουν ήδη ειπωθεί και αντικρουσθεί, σε μια συγκεκριμένη γλώσσα, τη γλώσσα κυρίως της μεταφυσικής φιλοσοφίας και τη γλώσσα της αντιφιλοσοφίας που ανατρέπει τη μεταφυσική, υπάρχει ακόμα κάτι τι να ειπωθεί και σε ποια γλώσσα;» (1974).
Έτσι, το ερώτημα για το «τέλος της φιλοσοφίας» και συναφώς για το «τέλος της ιστορίας», στο πλαίσιο της πρακτικής που ανταποκρίνεται στο «παιγνίδι του κόσμου», δεν μπορεί παρά να εκφέρεται κάθε φορά εξαρχής, σ' έναν ορίζοντα που θα «διαρκέσει αναμφισβήτητα για όποιον ξέρει να βλέπει, να διαβλέπει και να προβλέπει πολύ μεγαλύτερο χρόνο από την καθαυτό Ιστορία» (1993). Τι είναι αυτό που απομένει και αναστέλλει το «τέλος» ως τελείωση και ως τελευτή των σχέσεών μας με τον κόσμο; Μάλλον η «ένταση της σκέψης που αναθεωρεί τα πάντα», η «συνάντηση μέσα στο ρήγμα του ερωτισμού, η κατάκτηση του φευγαλέου, η κατάπληξη μπροστά σε ορισμένες στιγμές, η οξυδερκής συμβολή στις μάχες της πολιτικής πρωτοπορίας», γιατί σε κάθε περίπτωση το «παιγνίδι του κόσμου» είναι «πιο δυνατό από τον μηδενισμό» (1969). Το διακύβευμα, ως αδιάπτωτη παιγνιώδης συνεπαφή ανθρώπου και κόσμου, δεν προεξοφλεί κάποια αναδίπλωση της «σκεπτόμενης ομιλίας» ή της «ομιλούσας σκέψης», ακόμη κι αν θα μπορούσε να διερευνηθεί μήπως στον υπάρχοντα κόσμο, «όπου γίνεται πολύς θόρυβος για το τίποτα, μια κάποια διέξοδος θα ήταν να μην πούμε τίποτα». Το «παιγνίδι συνεχίζεται» στα χέρια του «ποιητικού δαίμονα της σκέψης» απέναντι σε μια κοινωνία που διατηρείται «ανυπόφορα μέτρια και απατηλή» (1979).
Μετά την ολοκλήρωση της τρίτης τριλογίας δημοσιεύεται η Ανοιχτή συστηματική (1984) ως προέκταση των αντιλήψεων που είχε εκθέσει ως τότε ο Αξελός για τα «ανοίγματα του κόσμου», με έναν τρόπο σύλληψης και γραφής επίσης «διαφορικό και ενοραματικό» που αγκαλιάζει το «παιγνίδι του κόσμου», δηλαδή ό,τι δεν υπάρχει και ωστόσο «κατακλύζει και υπερβαίνει άτομα και ιστορικές κοινωνίες» και με επιπρόσθετη τώρα την υπογράμμιση του «τρισδιάστατου ορίζοντα που επιτρέπει το «άνοιγμα του χρόνου παρελθόντος - παρόντος - μέλλοντος» (1984). Η αίσθηση της ανάγκης να γίνει το «επόμενο βήμα», ακόμη και πέρα από τους γνώριμους ορίζοντες της «περιπλάνησής» του που κατά το «παιγνίδι του χρόνου» δεν τον διευκόλυναν να «κρυσταλλώνει το είναι» ή να θέτει την «ολότητα» (1964), τον ωθεί στην αναστοχαστική προσέγγιση του «επαγγέλματος του στοχαστή», στην παροχή αποσαφηνίσεων ως προς τα θεωρήματα που καλλιέργησε και ιδίως σε μια παιδαγωγική συνόψιση των αναζητήσεών του. Έτσι, στα Γράμματα σ' ένα νέο στοχαστή (1996) προσπαθεί να προσφέρει «ένα είδος προσανατολισμού» στην ερωτηματοθεσία για τον «λαβύρινθο του κόσμου» με κλειδιά τις «διιστορικές» λέξεις που ενυπάρχουν σε μια σκέψη χωρίς «καμιά οριστική λύση» και συνάμα χωρίς «καμιά παρηγοριά», μια και το «παιγνίδι του κόσμου» τρέφει και καταστρέφει όλες τις τελευταίες λέξεις (1996).
Ανεξάρτητα από το ποιο παρατηρητήριο εποπτεύει κανείς τα κοινωνικά δρώμενα της εποχής του και συναφώς ανατέμνει τη θεωρητική σκέψη που τα προσεγγίζει, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι η φιλοσοφική παρουσία του Κώστα Αξελού στη διεθνή σκηνή των ιδεών κατέκτησε επάξια μια ξεχωριστή θέση, τόσο με την εκφραστική του όσο κυρίως με τη σύστοιχη επιλογή των θεμάτων που αποτέλεσαν τον πυρήνα της σκέψης του. Στο «παιγνίδι του κόσμου» συμπυκνώνεται ο πλούτος των παρατηρήσεων που προσκομίζει η «ενιαία και ενοραματική σκέψη» (1984), κατά την «περιπλάνησή» της σε μια «ανοιχτή ολότητα» που συνιστά τη «συνδυαστική των εξουσιών του κόσμου» (1984). Ταυτόχρονα, κατά την αδιάκοπη αναμέτρηση με «ό,τι σκέφθηκε ως τώρα η ανθρωπότητα» (1993) κατανοεί την οφειλή του προς τον Ηράκλειτο, τον Μαρξ, τον Φρόιντ και τον Χάιντεγκερ, για να μείνουμε στις κορυφές αυτής της συνάντησης. Ως προς την «είσοδό» του στον κόσμο της θεωρητικής ζωής έδωσε ο ίδιος, με την υπόμνηση βέβαια ότι δεν πρόκειται για «αιτιακό σχήμα», το περίγραμμα των προσδιορισμών αυτού του διακυβεύματος, στους οποίους συγκαταλέγονται ο «κοινωνικός περίγυρος» και η «ιστορική στιγμή» (1997).
Με υφάδι τον στοχασμό για τον φιλοσοφικό στοχασμό, το σύνολο σχεδόν των κειμένων του τακτοποιείται ως ένας ιδιογενής μετα-φιλοσοφικός επιλογισμός με την πρόθεση να μην «υπομένει παθητικά την εποχή» του: το «κάλεσμα που μας έχει εκτοξευθεί μας επιτάσσει να κοιτάμε και να βλέπουμε από κοντά και από μακριά» (1997). Η διακινδύνευση άλλωστε δεν γέρνει προς την πλευρά νομιμοποίησης του υπάρχοντος ούτε επιτελείται με την αμεριμνησία της αοχλησίας: «Το εν λόγω παιγνίδι είναι οτιδήποτε εκτός από παιγνιώδες και ευτράπελο. Οι σκέψεις και οι χειρονομίες που εκτοξεύονται μέσα στην περιπέτεια του "υπέρτατου ανοίγματος" είναι και παραμένουν παράνομες παρά τις μερικές και μεροληπτικές αναγνωρίσεις» (1997). Σε κάθε περίπτωση, όσοι «πλευροκοπούν το αδύνατο» παραγκωνίζουν και τη «θεατρικότητα» για ν' ανοίξουν τον δρόμο «σε μια ομιλία ποιητική και σκεπτόμενη, σε μια διάπυρη ζωή» (1997).
Πηγή: Βικιπαίδεια