Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

11 Οκτ 2015

Τσε Γκεβάρα, hasta la victoria siempre!

9 Οκτωβρίου 1967 Οι βολιβιανές αρχές αποφασίζουν τελικά να εκτελέσουν άμεσα τον Τσε υποστηρίζοντας την επίσημη εκδοχή θα λέει ότι ο Κομαντάντε υπέκυψε στα τραύματά του στη διάρκεια της μάχης
Στο πέρασμα του χρόνου το πρόσωπο του Τσε Γκεβάρα διατηρεί μια αναμφισβήτητη αίγλη στο πέρασμα των χρόνων. Ο σύντροφος του Κάστρο στον πόλεμο κατά του δικτάτορα Μπατίστα και Κομαντάντε στο αντάρτικο της Λατινικής Αμερικής, ενσαρκώνει μια εκδοχή του επαναστάτη που δεν οφείλει τίποτα στον σοσιαλισμό του κράτους και στις γραφειοκρατίες του. Ιδεαλιστής, βαθιά διεθνιστής, αφοσιωμένος σε αβέβαιους και μακρινούς αγώνες, θα προσδώσει στο ζήτημα του σοσιαλισμού μια πνοή που δεν υπάρχει στον σοβιετικό σταλινισμό: η επανάσταση, που δεν είναι η εφαρμογή μιας «θεωρίας», αποδεικνύεται στην πράξη. Με τη δράση του, πολύ περισσότερο απ’ ότι με τα λόγια του, ο Τσε θα συμβάλλει στο να ξεκινήσει πάλι μια εσωτερική συζήτηση στους κόλπους του σοσιαλισμού για τις σχέσεις ανάμεσα στο αυθόρμητο και στην οργάνωση, και μάλιστα σε μια στιγμή κατά την οποία το περιβόητο «μοντέλο» μπαίνει σε περίοδο κρίσης. Ο Γκεβάρα είναι η αρχή του Μάη του ’68: έχει χαθεί πριν λίγο καιρό κάτω από τραγικές συνθήκες και έτσι μπορεί να ενσαρκώσει στις γραμμές της άκρας Αριστεράς, έναν συνδυασμό επαναστατικού ριζοσπαστισμού, μαρξιστικής ρητορικής και ανθρωπισμού, εκπροσωπώντας ένα ύφος λιγότερο δογματικό και πιο ενθουσιώδες από ότι του Τρότσκι ή του Μάο.
Ο νεαρός από το Ροσάριο, προερχόμενος από μεσοαστική οικογένεια, ασπάζεται το τρίπτυχο του «πάθους» της εποχής του: αγάπη για την κοινωνική δικαιοσύνη, απέχθεια για τους «γιάνκις», δίψα για τον μαρξιστικό λόγο. Η λογοτεχνία και η ποίηση σφυρηλατούν τα ριψοκίνδυνα και ατρόμητα ένστικτα του Ερνέστο, ο Τζακ Λόντον, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Λόρκα. Από κοντά ο Φρόιντ, αλλά και ο Μαρξ. Αντιπερονιστής, όπως και οι γονείς του, δηλωμένος δημοκράτης, αλλά με τον σπόρο της σύγκρουσης φυτρωμένο από νωρίς μέσα του: «Δεν θα κατέβω στους δρόμους παρά μόνο αν μου δώσουν όπλο», δηλώνει ξεκάθαρα στους συμμαθητές του, στην Κόρδοβα, που θέλουν να διαδηλώσουν. Το πεπρωμένο του δείχνει να συμβαδίζει με εκείνο του ήρωα του αγαπημένου του βιβλίου, του Δον Κιχώτη. Διψάει για περιπέτειες, θέλει να περιπλανηθεί. Στα 23 του, πάνω σε μια μοτοσικλέτα, γνωρίζεται με την «Μεγάλη Αμερική», στο πρώτο του πολιτικό τετ α τετ με την κοινωνική πραγματικότητα της λατινικής ηπείρου. Έναν χρόνο αργότερα, το 1952, ορκισμένος πλέον γιατρός, αναχωρεί και πάλι. «Φεύγει ένας στρατιώτης της Αμερικής», λέει στη μητέρα του, αποχαιρετώντας την στον σταθμό των τρένων.
Γνωρίζεται με τους Ινδιάνους, μιλάει με τους ταλαιπωρημένους εργάτες των ορυχείων, εξοργίζεται με την εκμετάλλευση των ξένων που κλέβουν τη ζωή των «συμπατριωτών» του. Τα μαρξιστικά βιβλία είναι πλέον το κύριο ανάγνωσμά του, οι ερμηνείες όμως είναι απόλυτα δικές του. Η ένοπλη επανάσταση είναι το δικό του ιδανικό. Ο Σαρτρ τον βοηθάει να ανακαλύψει και τις δυο πλευρές της διανόησης. Δεν στέκεται εκεί όμως, παρά την αμηχανία που του προκαλεί η έννοια της «απόλυτης ελευθερίας» στον υπαρξισμό. Προτιμάει να προχωρήσει κρατώντας την αέναη πάλη για την διαμόρφωση της ανθρώπινης υπόστασης μέσα από την προσωπική δράση. Μπροστά του, γύρω του, παντού, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Χωρισμένα στους καλούς και τους κακούς. Τον Δεκέμβρη του 1953 ο Γκεβάρα φτάνει στην επαναστατημένη Γουατεμάλα. Ο Χακόμπο Άρμπενς, ένας νεαρός αριστερός συνταγματάρχης, προσπαθεί να ελευθερώσει τη χώρα του από τα αποικιοκρατικά δεσμά των ΗΠΑ. Μια από τις κινήσεις του είναι να εθνικοποιήσει 84.000 εκτάρια της United Fruit Company, κάτι που προκαλεί την οργή της Ουάσιγκτον. Η CIA οργανώνει πολύ γρήγορα πραξικόπημα και τα στρατεύματα του Κάρλος Καστίγιο μπαίνουν στη χώρα τον Ιούνιο του 1954, ανατρέποντας την κυβέρνηση. Ο Γκεβάρα είναι πεπεισμένος πλέον για την ανάγκη χρήσης όπλων, ενώ γράφει για «την ανοιχτή πληγή που του άφησε στα πλευρά η Γουατεμάλα».
Καταλήγει στο Μεξικό και έρχεται σε επαφή με Κουβανούς εξόριστους. Γνωρίζεται με τον Ραούλ Κάστρο, επίσης ενθουσιώδη μαρξιστή – λενινιστή και τον αδερφό του, Φιντέλ, έναν νεαρό δικηγόρο, οι οποίοι τον Ιούλιο του 1953 είχαν επιχειρήσει αποτυχημένη έφοδο με άλλους 133 αντάρτες στο στρατόπεδο Μονκάδα, στο Σαντιάγο της Κούβας. Ο Τσε μιλάει ώρες ολόκληρες με τον Φιντέλ για την επόμενη απόβαση. Δυο χρόνια αργότερα, τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου του 1956, μέσα σε καταιγίδα, 82 τρελοί όσο και αποφασισμένοι, επιβιβάζονται στην Granma, μια θαλαμηγό-ερείπιο και μια εβδομάδα μετά, φτάνουν στην ακτή Las Coloradas στην νοτιοδυτική Κούβα. Οι αγρότες, οι εργάτες, τα συνδικάτα, όλοι οι καταπιεσμένοι από τη δικτατορία του Μπατίστα, βοηθούν σε κάθε ευκαιρία και με κάθε τρόπο τους barbudos, τους γενειοφόρους guerilleros, που μέσα σε δυο χρόνια μπαίνουν νικητές στην Αβάνα. Ο κομαντάντε πλέον, Τσε Γκεβάρα, απελευθερώνει την Σάντα Κλάρα και γίνεται δεκτός σαν ήρωας. Το καλοκαίρι του 1959 έρχεται σε επαφή με τους Νάσερ, Νεχρού και Τίτο, τους ηγέτες που δυο χρόνια αργότερα θα ιδρύσουν το κίνημα των αδεσμεύτων, διεκδικώντας τη θέση της ελεύθερης Κούβας στον πολιτικό χάρτη. Πίσω, στο νησί, επιτελούνται μεγάλες αλλαγές. Αγροτική μεταρρύθμιση, υγειονομικές υπηρεσίες, μαθήματα γραφής και ανάγνωσης για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. 
Η συνέχεια εδώ