Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

24 Νοε 2015

ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΙΟ ΜΟΥ ΠΟΥ ΕΦΤΙΑΧΝΕ ΤΑΦΟΠΛΑΚΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΑΛΛΟΥΣ, Φώτης Θαλασσινός.

Στο σχολείο πήγε μέχρι κάποια τάξη του Γυμνασίου. Μετά μπήκε στην περιπέτεια της εξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες και ο δρόμος του ξεκίνησε να αποδομείται πριν να είναι σε θέση να κρατήσει τα πόδια αυτού του διαβάτη του όρθια. Αν και έχει παρέλθει η εποχή που οι γονείς μας λόγω ένδειας άφηναν τις επιμορφώσεις για να δουλέψουν- περισσότερο μηχανές παρά ζώσες υπάρξεις με όνειρα και φιλοδοξίες- σε χωράφια και βιομηχανίες της Ελλάδας και του εξωτερικού, εκείνος και άλλοι σαν αυτόν είναι τα αδιάσειστα τεκμήρια ενός νέου αναλφαβητισμού και μιας παγιωμένης εγκατάλειψης και ερημίας. Οι αναλφάβητοι στις μέρες μας είναι οι ίδιοι μελλοντικοί ανήμποροι να ανασάνουν στα περιβάλλοντα της σύγχρονης αγοράς. Κι ενώ έχουν συντριβεί, διακαίονται από τους ίδιους μεγάλους πόθους που τελικά καθιστούν τον σύγχρονο άνθρωπο, απ’ τον πιο αδύναμο μέχρι τον πιο επιδέξιο, μια εύθραυστη αναλώσιμη ύλη. Ο μεγάλος πόθος είναι το ίδιο με το μεγάλο πάθος, η υπέρβαση της θνητότητας μας, ζούμε για το μεγάλο μας πάθος, για να μεγαλουργήσουμε. Ο άνθρωπος της ιστορίας που αφηγούμαι παλεύει για να το χωρέσει ο μικρός τόπος του. Με τα χρόνια έγινε πολύ ξεχωριστός. Διάβασε και διάβασε πολύ. Αφομοίωσε και άφησε τους πόνους της δύστηνου νεανικής του ζωής να ζυμώσουν το μέσα του σε μια ποιότητα ήθους ανώτερης απ’ τους άλλους. Τον ξέρω προσωπικά. Και είναι τόσο όμορφος εξωτερικά όσο και η ψυχή του τήν οποία περιφρουρεί το Άγιο Πνεύμα. Είναι παντέρημος με τις διαφορετικές ιδέες του για τις ανθρώπινες σχέσεις. Διαφορετικές απ’ αυτές του εσμού των καταναλωτών και των νεόπλουτων, αυτών που ζυγίζουν την αξία τους σε χρήμα και εκτιμούν μόνο την καλοζωία. Αυτοί οι τελευταίοι αποτιμητές δεν έχουν μάθει άλλο από ασκήσεις απαξίωσης του συνανθρώπου τους. Ελλοχεύει και γι’ αυτούς, ερήμην τους, το ράπισμα του πεπρωμένου.
Μια άλλη φίλη μου ήτανε τύπισσα που της άρεσε η τέχνη σε όλες τις πιθανές εκφράσεις της. Ακόμη και στις αταξινόμητες. Ας πούμε ότι γι’ αυτήν ήταν τέχνη το φως ενός προβολέα που χύθηκε πάνω μου κάποτε, δίνοντας μου μια εξαιρετικά απόκοσμη, σχεδόν τρομακτική όψη. Δεν την ξεχνάω εύκολα αυτή τη φίλη μου γιατί χωρίσαμε απότομα. Τίποτα και κανένα άνθρωπο δεν πνίγω στη λήθη. Όσοι αντάμωσαν μαζί μου, μένουν για πάντα στην καρδιά μου. Κάτι δίδαξα. Κάτι έμαθα. Αυτή μου η φίλη είχε ένα βλέμμα κουρασμένο. Δεν είχε την δύναμη να μιλήσει σε φυσιολογική ένταση και ψιθύριζε σαν να ήταν φάντασμα και η φωνή της ο πένθιμος κλαυθμηρισμός του. Την κακοποίησαν πολλοί άνθρωποι, την συκοφάντησαν για την αχειραγώγητη συνείδηση της και τελικά την απομόνωσαν. Πάραυτα πρόλαβε να ζήσει πολλά. Απ’ ότι μαθαίνω ζει ακόμη μοναδικές στιγμές με συντροφιά το βάθος της ψυχής της. Τα νεύρα της είναι κλονισμένα. Νομίζω πως είναι ταλαιπωρημένη και όχι μόνο από λύπες. Δεν έχουν μόνο οι λύπες τη φθοροποιό δύναμη τους. Από κοντά και οι χαρές. Πώς να σηκώσεις την ανεκλάλητη χαρά όταν το φευγιό της σ’ αφήνει στην δυσβάσταχτη μοναξιά. Οι άνθρωποι κουραζόμαστε γιατί η ζωή μας είναι πολύ πιο μεγάλη από τα χρόνια που της αντιστοιχούν. Πονάει η αιωνιότητα μες στην ειρκτή απ’ την οποία κοπιωδώς προσπαθούμε να ξεφύγουμε, ζώντας στιγμές γαλήνης και οδύνης. Είναι η προσπάθεια που είναι ο μόχθος και που φέρνει την κόπωση. Η φίλη μου βγαίνει κάθε μέρα στην παραλία δίπλα στο σπίτι της και μαζεύει κοχύλια και άλλα τιμαλφή . Παράξενες πέτρες και κομμάτια από γυαλί σμιλεμένα απ’ το αλάτι σαν πετράδια αξίας.
Ο θείος μου Παναγιώτης Κανάς Κωστογλάκης χάραζε τα γράμματα πάνω στις πλάκες των τάφων στα νεκροταφεία της Κω. Επιγράμματα, αρχή και πέρας του βίου του πεθαμένου, ονοματεπώνυμο. Για να μπορεί να δουλέψει έπινε και έπινε πολύ. Η μητέρα μου διηγήθηκε πως μια μέρα τον βρήκε να κοιμάται πάνω σε μια ταφόπλακα. Την είχε δουλέψει και ζαλισμένος όπως ήταν απ’ το ποτό αποκοιμήθηκε. Πέθανε πριν μερικούς μήνες σε ηλικία 80 χρονών. Όταν πήγαινα στο νηπιαγωγείο , ο θείος μου ντυνόταν Άγιος Βασίλης στις γιορτές Χριστουγέννων του σχολείου και μας μοίραζε δώρα. Από τότε τον παρατηρούσα περιδεής και με βλέμμα σεβάσμιο. Έμοιαζε με τους τρομερούς γέροντες του Blake. Εννοείται πως τότε δεν ήξερα τον Blake. Αλλά αυτή ακριβώς ήταν η αγέρωχη θωριά του θείου μου. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν στην κηδεία του πατέρα μου τον Μάρτιο του 2010. Τον είδα ξαφνικά σαν να εμφανίσθηκε στο σημείο της ταφής και όχι να έφτασε ως εκεί. Τον είδα με το ίδιο απαράλλαχτο παιδικό βλέμμα. Ήταν μια εμπειρία επαφής με το θείο. Ο άνθρωπος που γνώριζε τα πάντα και μέσα απ’ αυτή τη πληρότητα νοσταλγούσε την παλινόστηση στον χαμένο παράδεισο. Δεν έμαθα αν είχε κάποιο μεγάλο σκοπό στη ζωή του. Ήξερα συνάμα πως δεν ήταν θιασώτης των ελάσσονων βίων. Η τύρβη τον μάθαινε θυμόσοφο, οι προσωπικές του ιστορίες αφομοιώνονταν σαν μοναδικές σπουδές ακύμαντης ενατένισης του κόσμου. Ο Παναγιώτης Κανάς πέθανε όταν ήθελε να συμβεί αυτό. Νομίζω, σκεπτόμενος περισσότερο, πως πέρασε απ’ τη Γη για να δείξει στον κάθε άλλο πως η διαδρομή προς την πληρότητα είναι μια πολύ δυσκολοκατάχτητη υπόθεση.
Ο τελευταίος για αυτό το άρθρο φίλος μου είναι 38 χρονών. Ναυαγισμένος απ’ τα βαριά όπλα της αγοράς , όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στις μέρες μας. Γιατί η αγορά εξωθεί στην ανθρωποφαγία και υπόσχεται μόνο σ’ εκείνον που είναι έτοιμος να πουλήσει καλύτερα τον εαυτό του. Ο φίλος μου αισθάνεται δυσανεξία μέσα στους συνασπισμούς, τα κυκλώματα και τις σέχτες των ανθρώπων. Διάλεξε να σώσει τον κόσμο με τον μόνο αληθινό τρόπο. Σώζοντας τον εαυτό του. Πορεύεται τελικά σ’ ένα αρκετά μοναχικό μονοπάτι. Λίγοι είναι οι συνοδοιπόροι του. Κι αυτοί οι λίγοι είναι κουρασμένοι και κοιτάζουν πως θα βαδίσουν όρθιοι πάνω σ’ αυτό το μονοπάτι με αποκλειστικά δικές τους δυνάμεις. Η αγάπη έχει χαθεί γιατί χάθηκε η εντιμότητα , η δημοκρατία, ο αλληλοσεβασμός, η ισότητα , η αξιοπρέπεια. Οι παθογένειες της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας του έχουν δώσει το χρίσμα του κατώτερου των περιστάσεων. Οι ανοιχτές πόρτες κλείνουν με βροντερή κλαγγή στο πέρασμα του. Όταν ζητάει κάτι από το πλησίον του ανερυθρίαστα δέχεται το ράπισμα του. Ο φίλος μου είναι τόσο εύθραυστος που θρυμματίζεται κάθε που μια απόκριση του μένει χωρίς ανταπόκριση. Η εσωτερική ερήμωση και η αίσθηση της εγκατάλειψης είναι οι μάστιγες της εποχής.
Κείμενο: Φώτης Θαλασσινός.