ΠΡΕΠΕΙ, ΝΑ ΗΤΑΝ ΤΟ
1987, δεύτερη χρονιὰ παραμονῆς μου στὰ Κύθηρα. Τότε συνήθιζα νὰ πηγαίνω
μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα στὴ βρύση στὰ Βιαράδικα καὶ νὰ γεμίζω μπουκάλια
μὲ νερὸ γιὰ τὸ σπίτι. Τὸ ἔκανα ἀπὸ τὴ μιὰ γιατί εἶχα πειστεῖ ὅτι τὸ
συγκεκριμένο νερὸ ἦταν καλύτερο ἀπὸ αὐτὸ τῆς ὕδρευσης, καὶ ἦταν,
ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, καὶ κατὰ κύριο λόγο, γιὰ τὴ γαλήνια ὀμορφιὰ τῶν ἤχων
καὶ τῶν ὀσμῶν γύρω ἀπὸ τὴν πηγή.
Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ πῆγα, καὶ μόλις εἶχα ἀρχίσει νὰ
γεμίζω τὰ πρῶτα μπουκάλια, ἐμφανίστηκε σὰν ἀπὸ τὸ πουθενά —το χωριὸ
ἦταν καὶ τότε σχεδὸν ἀκατοίκητο— ἕνας μικρόσωμος καὶ ἐντυπωσιακὰ
εὐκίνητος γέροντας. Ἰσχυρίστηκε ὅτι πήγαινε γιὰ δουλειὰ στὰ περιβόλια
του, στὴν οὐσία ὅμως μὲ ὑπέβαλε σὲ μιὰ ἀριστοτεχνικὰ ἀποτελεσματικὴ
ἀνάκριση, μαθαίνοντας ὄχι ἁπλά τὸ λόγο τῆς ἐκεῖ παρουσίας μου, ἀλλὰ
καὶ γιὰ μένα ἴσως καὶ περισσότερα ἀπ’ ὅσα κάποιοι καλοί μου φίλοι ἤξεραν.
H συνέχεια εδώ