ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΣΕ ἦταν νὰ μὴν πιαστεῖ ἀμέσως. Ὁ Τζὶμ
χώθηκε στὸ κούφωμα μιᾶς πόρτας καὶ περίμενε. Γιὰ μιὰ στιγμὴ
φάνηκε ὅτι οἱ ἀστυνομικοὶ σκόπευαν νὰ συνεχίσουν νὰ τρέχουν
ἴσια μπροστά τους, ἀλλὰ ξαφνικὰ ἄκουσε τὰ βήματά τους νὰ
γυρίζουν πίσω, νὰ στρίβουν σ’ ἕνα στενό. Πετάχτηκε ἀμέσως
ἔξω μὲ ἀνάλαφρες, μεγάλες δρασκελιές.
— Ἀκίνητος ἢ πυροβολοῦμε, Τζίμ!
«Μπράβο ρὲ παλικαράκια, πυροβολῆστε!» ψιθύρισε ὁ Τζίμ, ἀλλὰ ἦταν κιόλας ἐκτὸς πεδίου βολῆς, μὲ τὰ πόδια του νὰ φτερουγίζουν πάνω ἀπὸ τὰ πέτρινα σκαλοπάτια, στὸ λαβύρινθο τῶν στενῶν σοκακιῶν τῆς παλιᾶς πόλης. Στὴν παλιὰ βρύση πήδηξε τὸ κάγκελο τῆς σκάλας καὶ βρέθηκε σὲ μιὰ στοὰ ποὺ γιγάντωνε τὸ θόρυβο τῶν βημάτων του.
Η συνέχεια εδώ
— Ἀκίνητος ἢ πυροβολοῦμε, Τζίμ!
«Μπράβο ρὲ παλικαράκια, πυροβολῆστε!» ψιθύρισε ὁ Τζίμ, ἀλλὰ ἦταν κιόλας ἐκτὸς πεδίου βολῆς, μὲ τὰ πόδια του νὰ φτερουγίζουν πάνω ἀπὸ τὰ πέτρινα σκαλοπάτια, στὸ λαβύρινθο τῶν στενῶν σοκακιῶν τῆς παλιᾶς πόλης. Στὴν παλιὰ βρύση πήδηξε τὸ κάγκελο τῆς σκάλας καὶ βρέθηκε σὲ μιὰ στοὰ ποὺ γιγάντωνε τὸ θόρυβο τῶν βημάτων του.
Η συνέχεια εδώ