ΠΕΤΑΞΕ ΤΗΝ ΚΟΥΒΕΡΤΑ ἀφήνοντας τὸ κρεβάτι νὰ κρυώνει. Ξάπλωσε
στὸ πάτωμα προσεκτικά, καὶ ἀκούμπησε τὸ αὐτί του στὰ
σκονισμένα ξύλα ποὺ ἔτριξαν.
— Ξύπνα! Ἡ μάνα, ἡ μάνα πονάει, ξύπνα, ψιθύρισε συνωμοτικά.
— Ὄνειρο βλέπεις; Πήγαινε κοιμήσου, πήγαινε, ἀπάντησε γυρνώντας πλευρὸ ὁ ἀδερφός του.
Τὸ κλάμα μωροῦ ποὺ ἀκούστηκε λίγο μετὰ τὸν ἔφερε καὶ ἐκεῖνον στὸ πάτωμα. Δὲν ἀντάλλαξαν κουβέντα παρὰ μόνο κλεφτὲς ματιὲς ἀπορίας μέχρι τὸ πρωί.
Ἡ κουκουβάγια, κρυμμένη στὴ γέρικη βαγιά, πλάι στὸ πέτρινο σπίτι. Στρέφει ἀργά, σὲ ὁριζόντια γραμμὴ τὸ κεφάλι της καὶ παρακολουθεῖ. Μιὰ νυχτερίδα περνᾶ δίπλα της καὶ ὁρμᾶ ἄτσαλα πάνω στὸν τοῖχο μὰ τὸ μετανιώνει τὴν τελευταία στιγμή. Βουτᾶ ξανὰ ἀνάποδα στὸ κενὸ καὶ χάνεται. Βήματα ἀντρικά, γοργά, ἄγρυπνα, μπλέκονται μὲ τὸ σκοτάδι τους. Λίγο μετὰ πάλι, μὰ εἶναι διπλὰ τούτη τὴ φορά, ἀντρικὰ καὶ γυναικεῖα μαζί. Τρίτη φορὰ μόνο τὰ γυναικεῖα.
Η συνέχεια εδώ
— Ξύπνα! Ἡ μάνα, ἡ μάνα πονάει, ξύπνα, ψιθύρισε συνωμοτικά.
— Ὄνειρο βλέπεις; Πήγαινε κοιμήσου, πήγαινε, ἀπάντησε γυρνώντας πλευρὸ ὁ ἀδερφός του.
Τὸ κλάμα μωροῦ ποὺ ἀκούστηκε λίγο μετὰ τὸν ἔφερε καὶ ἐκεῖνον στὸ πάτωμα. Δὲν ἀντάλλαξαν κουβέντα παρὰ μόνο κλεφτὲς ματιὲς ἀπορίας μέχρι τὸ πρωί.
Ἡ κουκουβάγια, κρυμμένη στὴ γέρικη βαγιά, πλάι στὸ πέτρινο σπίτι. Στρέφει ἀργά, σὲ ὁριζόντια γραμμὴ τὸ κεφάλι της καὶ παρακολουθεῖ. Μιὰ νυχτερίδα περνᾶ δίπλα της καὶ ὁρμᾶ ἄτσαλα πάνω στὸν τοῖχο μὰ τὸ μετανιώνει τὴν τελευταία στιγμή. Βουτᾶ ξανὰ ἀνάποδα στὸ κενὸ καὶ χάνεται. Βήματα ἀντρικά, γοργά, ἄγρυπνα, μπλέκονται μὲ τὸ σκοτάδι τους. Λίγο μετὰ πάλι, μὰ εἶναι διπλὰ τούτη τὴ φορά, ἀντρικὰ καὶ γυναικεῖα μαζί. Τρίτη φορὰ μόνο τὰ γυναικεῖα.
Η συνέχεια εδώ