Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

28 Μαρ 2017

Διήγημα: Φάρος Davidoff, Ιωάννα-Μαρία Νικολακάκη

Άνοιξε τη φοντανιέρα, πήρε ένα γκοφρετίνι, το ξετύλιξε απ’ τις δυο του άκρες σαν καραμέλα κι άφησε την παχύρρευστη γλυκερή κριτσανιστή μάζα του να τής ταξιδέψει για λίγο τις αισθήσεις. Πήρε ανάσα, πλησίασε στη μπαλκονόπορτα κι ακούμπησε τις παλάμες και τη μύτη τής στο κρύο τζάμι: ανατρίχιασε. Ο φετινός χειμώνας δεν αστειευόταν. Έφερε με το βλέμμα μια γρήγορη τσάρκα το γύρο της αυλής, λασποβροχή να κλαίνε κι οι άγγελοι τ’ ουρανού, κι ύστερα έπιασε και στυλώθηκε πάνω στις ξεφτισμένες της παντόφλες, στα φαγωμένα της μπατζάκια, στα τρύπια της μανίκια. Κατάντια. Άλλες, στην ηλικία της, έχουν δυο-τρία παιδιά να μεγαλώνουν  ή έχουν κιόλας πάρει την πρώτη τους προαγωγή στη δουλειά κι αυτή, αμπαρωμένη μερόνυχτα μέσα σ’ ένα σπίτι χιλιοχρεωμένο στις τράπεζες και στις εφορίες να τσακώνεται με τον αδελφό της για ψύλλου πήδημα, να κάνει οικονομία ακόμη κι απ’ το σαμπουάν και να μετράει τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, κι αν την κουτσοβγάζει αυτό το μήνα να πάει κανένα σινεμά με την κολλητή της την Ελένη χωρίς να ζητιανέψει πάλι απ’ τους γονείς.

Η συνέχεια εδώ