ΣΗΚΩΘΗΚΕ ΑΡΓΑ ἀπὸ τὴν καρέκλα τοῦ γραφείου της καὶ πῆγε νὰ τοῦ γεμίσει τὸ ποτήρι μὲ νερό, ὅπως τῆς εἶχε ζητήσει.
Πρώτη φορὰ τὴν εἶχαν προκαλέσει τόσο ἁπλά, μὲ μία κίνηση πρόταξης ἑνὸς ἄδειου ποτηριοῦ.
— Διψῶ, θὰ ἔρθεις νὰ μοῦ βάλεις νερό;
Εἶχε ἁπλώσει τὸ χέρι του μὲ τὸ
ἄδειο ποτήρι καὶ τὴν κοίταξε στὰ μάτια. Οἱ συγγραφεῖς
ἐρωτικῶν ἱστοριῶν —γυναῖκες κυρίως; δὲν ἦταν βέβαιο— σὲ
ἀνάλογη περίπτωση θὰ ἔγραφαν: τὴν κοίταξε βαθειὰ στὰ μάτια.
Η συνέχεια εδώ