ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ κάθε βράδυ ὁ ἴδιος
ἐφιάλτης, ξανὰ καὶ ξανά. Εἶναι λέει ἐκείνη, μιὰ ἄλλη, μιὰ
ξένη, κλειδωμένη στὸ ἐφήμερο πάντα τῆς ἴδιας εἰκόνας, σ’ ἕνα
μαῦρο —δὲ φαίνεται τί— καρφωμένο στὸν ἀπέναντι τοῖχο.
Ἐκείνη τρομάζει, βρίσκει παντοῦ
παλιὰ ξεχασμένα μοτίβα, πολύχρωμα γλέντια, παρέες, χέρια
ποὺ ἁπλώνανε ὅλοι μαζί τὰ λευκὰ ὄνειρά τους στὸ γαλάζιο τῆς
μέρας κι ἕναν λαμπρὸ κατακίτρινο ἥλιο. Ποῦ πῆγαν αὐτά; Ποιός
πάτησε ξαφνικὰ τὸν διακόπτη κι ἔσβησαν;
Ἐκείνη θυμᾶται μιὰ γκρίζα
γραμμὴ τηλεφώνου, μιὰ γκρίζα φωνὴ στὴν ἄλλη πλευρὰ νὰ τῆς λέει:
«Σᾶς περιμένω αὔριο στὴν κλινική. Τὰ ἀποτελέσματα εἶναι
ἕτοιμα». Κλείνοντας τὸ τηλέφωνο, κάτι φοβήθηκε, κάτι
σφηνώθηκε στὸ μυαλό της, μιὰ μαύρη κηλίδα, μιὰ σκληρὴ ὑποψία.
Η συνέχεια εδώ