ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, τὸ βράδυ, τὸ πρωὶ δὲν ὑπάρχουν πιά. Τελείωσαν οἱ
μπαταρίες τοῦ σκοταδιοῦ. Ἀπὸ παντοῦ ἄσπρο καὶ κίτρινο,
ἄφαντες οἱ σκιὲς καὶ ὁ ὕπνος πουθενά. Εἶμαι ἡ κόκκινη κηλίδα
στὰ σπλάχνα ἑνὸς αὐγοῦ ποὺ τὸ τσόφλι του εἶναι ἄτρωτο στὸ
γαλάζιο, στὸ μπλέ, στὸ βαθὺ μπλέ τοῦ ὕπνου. Κουρνιασμένη κάτω
ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ Καιροῦ ποὺ μὲ κλωσσάει νοιώθω μόνο
κραδασμοὺς ἀπὸ τὴν βοὴ ποὺ μὲ νανουρίζει ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἔτη
φωτὸς ἀπὸ τὸ τότε, τὸ τότε ποὺ ὑπῆρχε τὸ μεσημέρι τὸ βράδυ τὸ
πρωί, τότε ποὺ τὸ μικρὸ ξύλινο κουτὶ ποὺ σφίγγουν τὰ γιγάντια
δάχτυλά μου ἦταν ἡ σκαλιστὴ καρυδένια ντουλάπα τῆς μητέρας
μὲ τὸν ὀβὰλ καθρέφτη στὸ μεσαῖο φύλο. Τώρα μέσα στὴ χούφτα μου
τὸ ζουλάω τὸ τρίβω σὰν λυχνάρι τοῦ Ἀλαντὶν καὶ περιμένω τοὺς
τριγμοὺς σὰν θησαυροὺς νὰ στολίσουν τὴν ἁφή μου ποὺ πιὰ
συστέλλεται καὶ διαστέλλεται μόνο ἀπορροφώντας
ἀκτινοβολίες ἀπὸ μακρὰ μήκη κύματος… Ώ ἡ ἁφή μου. Φλοιὸς ποὺ
ράγιζε καὶ δάκρυζε ρετσίνι… Ώ οἱ ξυλοκόποι μου μὲ τὰ κοφτερά
τους τσεκούρια καὶ τὴ μυρωδάτη ἄγρια ἀναπνοή. Μύριζαν
σπάνιο καπνὸ τὰ πυκνά τους γένεια καὶ ἡ γυαλάδα στὰ μάτια τους
τὴ στιγμὴ ποὺ μακέλευαν τὸν κορμό μου γλυστροῦσε ἴσα μὲ τὴ ρίζα
καὶ τὴν ἔτρεφε, κι ἄλλο δέντρο ξεπέταγε. Τὴν καρυδιὰ
πελεκημένη ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα μεταμφιεσμένη σὲ σκαλιστὴ
ντουλάπα, τώρα στὴ δική μου διάρκεια καὶ διάσταση
ὑποταγμένη στὶς διαστάσεις ποὺ θέλω ἐγὼ μουσικὸ κουτὶ ποὺ
τρίζει καὶ νανουρίζει τὶς ἀγρυπνίες μου…
Η συνέχεια εδώ