Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

18 Μαρ 2018

Μαρία Λαγγουρέλη: Τὸ κοντσέρτο τῆς ντουλάπας

ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, τὸ βρά­δυ, τὸ πρω­ὶ δὲν ὑ­πάρ­χουν πιά. Τε­λεί­ω­σαν οἱ μπα­τα­ρί­ες τοῦ σκο­τα­διοῦ. Ἀ­πὸ παν­τοῦ ἄ­σπρο καὶ κί­τρι­νο, ἄ­φαν­τες οἱ σκι­ὲς καὶ ὁ ὕ­πνος που­θε­νά. Εἶ­μαι ἡ κόκ­κι­νη κη­λί­δα στὰ σπλά­χνα ἑ­νὸς αὐ­γοῦ ποὺ τὸ τσό­φλι του εἶ­ναι ἄ­τρω­το στὸ γα­λά­ζιο, στὸ μπλέ, στὸ βα­θὺ μπλέ τοῦ ὕ­πνου. Κουρ­νι­α­σμέ­νη κά­τω ἀ­πὸ τὴν κοι­λιὰ τοῦ Και­ροῦ ποὺ μὲ κλωσ­σά­ει νοι­ώ­θω μό­νο κρα­δα­σμοὺς ἀ­πὸ τὴν βο­ὴ ποὺ μὲ να­νου­ρί­ζει ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ ἔ­τη φω­τὸς ἀ­πὸ τὸ τό­τε, τὸ τό­τε ποὺ ὑ­πῆρ­χε τὸ με­ση­μέ­ρι τὸ βρά­δυ τὸ πρω­ί, τό­τε ποὺ τὸ μι­κρὸ ξύ­λι­νο κου­τὶ ποὺ σφίγ­γουν τὰ γι­γάν­τια δά­χτυ­λά μου ἦ­ταν ἡ σκα­λι­στὴ κα­ρυ­δέ­νια ντου­λά­πα τῆς μη­τέ­ρας μὲ τὸν ὀ­βὰλ κα­θρέ­φτη στὸ με­σαῖ­ο φύ­λο. Τώ­ρα μέ­σα στὴ χού­φτα μου τὸ ζου­λά­ω τὸ τρί­βω σὰν λυ­χνά­ρι τοῦ Ἀ­λαν­τὶν καὶ πε­ρι­μέ­νω τοὺς τριγ­μοὺς σὰν θη­σαυ­ροὺς νὰ στο­λί­σουν τὴν ἁ­φή μου ποὺ πιὰ συ­στέλ­λε­ται καὶ δι­α­στέλ­λε­ται μό­νο ἀ­πορ­ρο­φών­τας ἀ­κτι­νο­βο­λί­ες ἀ­πὸ μα­κρὰ μή­κη κύ­μα­τος… Ώ ἡ ἁ­φή μου. Φλοι­ὸς ποὺ ρά­γι­ζε καὶ δά­κρυ­ζε ρε­τσί­νι… Ώ οἱ ξυ­λο­κό­ποι μου μὲ τὰ κο­φτε­ρά τους τσε­κού­ρια καὶ τὴ μυ­ρω­δά­τη ἄ­γρια ἀ­να­πνο­ή. Μύ­ρι­ζαν σπά­νιο κα­πνὸ τὰ πυ­κνά τους γέ­νεια καὶ ἡ γυ­α­λά­δα στὰ μά­τια τους τὴ στιγ­μὴ ποὺ μα­κέ­λευ­αν τὸν κορ­μό μου γλυ­στροῦ­σε ἴ­σα μὲ τὴ ρί­ζα καὶ τὴν ἔ­τρε­φε, κι ἄλ­λο δέν­τρο ξε­πέ­τα­γε. Τὴν κα­ρυ­διὰ πε­λε­κη­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα με­ταμ­φι­ε­σμέ­νη σὲ σκα­λι­στὴ ντου­λά­πα, τώ­ρα στὴ δι­κή μου διά­ρκεια καὶ δι­ά­στα­ση ὑ­πο­ταγ­μέ­νη στὶς δι­α­στά­σεις ποὺ θέ­λω ἐ­γὼ μου­σι­κὸ κου­τὶ ποὺ τρί­ζει καὶ να­νου­ρί­ζει τὶς ἀ­γρυ­πνί­ες μου… 

Η συνέχεια εδώ