Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

1 Μαΐ 2018

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το σπιτάκι στο Λιβάδι (1896)

Δὲν εἶχε μείνει πλέον οὔτε τόσον νερὸν εἰς τὴν μικρὰν λίμνην, ὅσον διὰ νὰ καραβίσουν* ὁ Παντελὴς ὁ Φάντης καὶ ὁ Χαράλαμπος ὁ Σανταβελὴς τὰ καραβάκια τους, ὅταν ἐδραπέτευον κάθε δειλινὸν ἀπὸ τὸ σχολεῖον, μὲ τοὺς «φύλακας»* κρεμαστοὺς ὑπὸ μάλης, καὶ τρέχοντες ἀνεσήκωναν τὰς περισκελίδας των μακρόθεν, οὔτε τόση μούργα, ὅσον διὰ νὰ γεμίζῃ κάθε πρωὶ καὶ βράδυ τὴν μικρὰν φιάλην της ἡ γρια-Παναγιοὺ ἡ Κοτρωνιώτισσα, μεταβαίνουσα ἀπὸ βοῦρκον εἰς βοῦρκον, καὶ ξεχωρίζουσα μὲ τὸν πῆχύν της καὶ μὲ τὸ τενεκεδένιο πενηνταράκι της τὸ κατακάθισμα τοῦ λαδιοῦ ἀπὸ τὸ νερὸν καὶ ἀπὸ τὴν λάσπην. Ὁ Κύριος εἰσήκουσε τὰς δεήσεις τῶν πτωχῶν καὶ τοὺς στεναγμοὺς τῶν πενήτων, καὶ ἐσώρευσε τόσας νεφέλας εἰς τὸν αἰθέρα, καὶ ἤστραψε καὶ ἐβρόντησε τόσον τρομακτικὰ εἰς τὸ στερέωμα, καὶ ἔρριψε τόσον ἄφθονον νερὸν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον, ὥστε νὰ ἐξαλειφθῇ πᾶσα ἀκαθαρσία εἰς τὴν γειτονιὰν καὶ νὰ γίνῃ ἓν ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ θάλασσα.

Ἦτο ὥρα δειλινοῦ καὶ ἀπὸ πρωίας ὁ αἰθὴρ ἦτο θολωμένος καὶ σκότος ἐπεκρέματο καὶ συννεφιὰ μεγάλη. «Ὀρώρει δ᾽ οὐρανόθεν νύξ». Τέλος οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνοίγησαν καὶ ἔγινε βροχή, θάλασσα, καταποντισμός. Τὸ κατώγειον τῆς γρια-Ραγιάδαινας ἐγέμισε νερὸν ὣς δύο πήχεις. Τὸ ἐλαιοτριβεῖον τοῦ Λαυκιώτη ἐπατήθη μέχρις ἀναστήματος καὶ πλέον ἀπὸ τὸ νερὸν καὶ οἱ κοπάνες* ἐγέμισαν, αἱ ἐλαῖαι παρεσύρθησαν ἀπὸ τὸν χαμηλὸν σοφάν*, τὸ ἄλογον ἐσταμάτησε, καὶ ὁ Γιάννης ὁ Ἀρμαμέντος ἔμεινε μὲ τὸ πτυάριον εἰς τὴν χεῖρα. Ἡ θεια-Μαριὼ ἡ Κατσικάκαινα ἐβγῆκεν ἔξω εἰς τὸ χαγιάτι καὶ συνέπλεκε τὰς χεῖρας εἰς προσευχὴν ἀγωνίας.

Η συνέχεια εδώ