Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

17 Μαΐ 2018

Γεράσιμος Βῶκος, Μοναξιά

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΑΥΤΟ ἀ­κού­ε­ται πάν­τα ὁ δυ­να­τὸς κτύ­πος ἑ­νὸς ρω­λο­γιοῦ, ποὺ ἄ­γνω­στον ποῦ εἶ­νε το­πο­θε­τη­μέ­νον, καὶ ποὺ με­τρά­ει, στὴ μι­κρὴ ὑ­πο­δι­αί­ρε­ση ἑ­νὸς δευ­τε­ρο­λέ­πτου, τὸν ἀ­τέρ­μο­να χρό­νον. Οἱ δι­ά­δρο­μοι εἶ­νε ἔ­ρη­μοι. Στὸ ἕ­να δω­μά­τιον κά­θε­ται ἕ­νας κύ­ριος, ποὺ εἰς τὰς ὥ­ρας τῆς ζω­ῆς του εἶ­νε ἀ­κρι­βής, ὅ­πως τὸ ρω­λό­γι. Εἰς τὸ ἄλ­λο ἀν­τι­θέ­τως κά­θε­ται ἕ­νας ἄλ­λος, ποὺ δὲν ἔ­χει πο­τὲ ὡρι­σμένες ὧ­ρες. Πό­τε φεύ­γει γιὰ νὰ φά­ῃ εἰς τὰς δύο τὸ με­ση­μέ­ρι, ἄλ­λο­τε στὰς τρεῖς καὶ ἄλ­λο­τε κα­θό­λου, ἕ­ως ὅ­του ἔλ­θῃ τὸ βρά­δυ. 

Η συνέχεια εδώ