Ἐὰν δὲν ἦτο ἐπιμελὴς σπουδαστὴς ὁ Σπύρος ὁ Βεργουδής, καὶ δὲν εἶχε
τυχὸν πῶς νὰ περνᾷ τὰς ὥρας του, κατὰ τὰς πολυημέρους διακοπὰς τῶν
ἑορτῶν καὶ τῆς Ἀπόκρεω, ἠδύνατο νὰ εὕρῃ δουλειὰ καθήμενος εἰς τὸ
παράθυρον καὶ θεώμενος καὶ ἀκούων τὰ τελούμενα. Δὲν ἦτο δρόμος, ἦτο
αὐλή, παμπάλαιος, εὐρεῖα, ἀκανόνιστος, μὲ τοὺς τοίχους ὑψηλοὺς ἀλλ᾽
ἀνίσου ὕψους, περιβάλλουσα μίαν τῶν παλαιοτέρων οἰκιῶν παρὰ τὴν
ἀνέρπουσαν ἐσχατιὰν τῆς ἀρχαίας πόλεως, πρὸς τὴν Ἀκρόπολιν, ὑψηλά, παρὰ
τὸ Ἁγιοταφίτικον. Αἱ τρεῖς ἐνοικάρισσαι τοῦ ἰσογείου, ἡ κυρα-Κατίγκω ἡ
Χρίσταινα, μετὰ τῆς ἀγάμου ἀδελφῆς της Φρόσως, καὶ ἡ γρια-Βαγγελὴ ἡ
Λεμονού, μετὰ τῆς κόρης της τῆς Γεώργαινας, καὶ ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα
μετὰ τῆς ψυχοκόρης της τῆς Μαρούσας, ἐμάλωναν διὰ κάθε τι, συχνότατα,
σχεδὸν τρὶς τῆς ἑβδομάδος. Συνήθως, ἡ κατέχουσα τὸ μεσαῖον οἴκημα, ἡ
Λεμονού, πότε ἐκ τῆς παραμικρᾶς ἀφορμῆς, πότε ἄνευ ἀφορμῆς ὡρισμένης, τὰ
ἔβαζε σήμερον μὲ τὴν μίαν, αὔριον μὲ τὴν ἄλλην τῶν δύο γειτονισσῶν της.
Καὶ τὰς μὲν ἑορτάς, ἀντὶ νὰ εὑρίσκωσιν ὕλην ὅπως κακολογῶσιν ἄλλας ἔξω
τῆς αὐλῆς διερχομένας ἢ ἡσύχως εἰς τὰς οἰκίας των καθημένας γυναῖκας,
προχειρότερον εὕρισκον νὰ τὰ χαλοῦν μεταξύ των. Ἐὰν τυχὸν ἡ μία τῶν
τριῶν, ἡ ἀδελφὴ τῆς μιᾶς ἢ ἡ κόρη τῆς ἄλλης ἐστολίζετο, ἡ ἄλλη ἔμενε
πεισματωδῶς μὲ τὰ καθημερινά της, διὰ νὰ ἔχῃ ἀφορμὴν νὰ κακολογῇ τὴν
στολισμένην, ὅτι «δὲν ξέρει νὰ φορέσῃ τὸ φουστάνι της», κ᾽ ἔλεγε:
«Κοίταξέ τηνε! μοῦ στολίστηκε σὰ νύφη· τὸ χάλι της, δὲν τὸ βλέπει!» Τὰς
δὲ καθημερινάς, ἄλλοτε αἱ δύο, ἄλλοτε καὶ αἱ τρεῖς, εἶχαν μπουγάδα, καὶ
ὅλον τὸ πλυσταρεῖον, καὶ ὅλος ὁ χῶρος τῆς αὐλῆς, δὲν τὰς ἤρκει διὰ ν᾽
ἁπλώσωσι τὰ μοσχοπλυμένα των. Συχνὰ ἡ γρια-Βαγγελὴ ἡ Λεμονού, ἀφοῦ
ὠνείδιζε τὴν ἐκ δεξιῶν καὶ τὴν ἐξ ἀριστερῶν πάροικόν της, ὡς ἀπρόκοφτην,
ὡς ἄπραχτην*, ὡς ἀπασσάλωτην*, αὐτὴ πρώτη θέτουσα τὸ «πρόσφωλο»*,
αἴφνης εἰρήνευεν, ἐμειδία, κ᾽ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ ἔχει δουλειὰ νὰ κάμῃ, ὅτι
«δὲν χαλνᾷ τὴ ζαχαρένια της», καὶ ὅτι δὲν τὰς συνερίζεται ν᾽ ἀπαντᾷ εἰς
τὰς μομφάς των. Ἄλλοτε πάλιν ἡ Σταματούλα ἡ Γεμενίτσα ἔπαιρνε λόγια ἀπὸ
τὴν μίαν κ᾽ ἔβαζε μαναφούκια* εἰς τὴν ἄλλην, καὶ εἶτα ἐν ἀνέσει ἐνετρύφα
εἰς τὸν καυγάν, ἱσταμένη παράμερα. Ἐμάλωναν διὰ κάθε πρᾶγμα, διὰ μίαν
σκάφην ἀναποδογυρισμένην ὀλίγον λοξὰ εἰς τὸ πλυσταρεῖον, δι᾽ ὀλίγες
σταλαματιὲς θερμοῦ χυθείσας κατὰ γῆς, δι᾽ ὀλίγας δράκας στάκτης
περισσότερον ἢ ὀλιγώτερον ριφθείσας εἰς τὴν κόφαν. Μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ἡ
γραῖα Βαγγελὴ ἐθύμωσεν ἐναντίον τῆς Κατίγκως τῆς Χρίσταινας, διότι αὕτη
ἐκαυχήθη ὅτι πληρώνεται πρὸς εἴκοσι λεπτὰ τὰ ὑποκάμισα τῆς κόλλας, καὶ
τὴν ὠνόμασε «τριγυρισμένην»* καὶ «πομπιωμένην»*, ἄλλοτε πάλιν ἡ Κατίγκω
ἐσήκωσε χεῖρα ἐναντίον τῆς Μαρούσας, τῆς ψυχοκόρης τῆς Σταματούλας,
καλέσασα αὐτήν, δεκατετραετῆ μόλις, «μωρὴ μπασταρδού!» διότι τὴν εἶδε
νίπτουσαν τὰς χεῖρας πλησίον εἰς τὴν κόφαν τῆς μπουγάδας μὲ τὰ ροῦχα. Μὲ
αὐτὰ ἐπερνοῦσαν τὰς ἡμέρας των εἰς τὴν εὐρεῖαν αὐλὴν τῆς παμπαλαίου
οἰκίας αἱ τρεῖς αὗται πτωχαὶ γυναῖκες.