Της μητέρας μου δεν της μείνεσκε* πολύς καιρός να βοηθάει στις όξω
δουλειές. Εκείνη μας μαγείρευε, φρόντιζε τα ζα, φούρνιζε, ή έπλενε τα
ρούχα μας πέρα στο λαγκάδι. Σαν ευκαιρούσε καμιά στιγμή, έτρεχε στον
αργαλειό της κι έφαινε χέρι χέρι μια δυο παλάμες πανί. Στα μεγάλα όμως
θελήματα κάθε χρονιάς, στον κάματο,* στο λιομάζεμα, στο σκάλο,* στο
θέρο, στον τρύγο, μαντάλωνε το σπίτι μας κι ερχότανε κι αυτή κοντά μας
απ’ το πρωί.