ΓΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΠΙΤΙ ἀπ’ τὴν παραλία, ἡ μητέρα μου παρκάρει τὸ
αὐτοκίνητο στὸ χαλικόστρωτο πάρκινγκ ἑνὸς παγωτατζίδικου.
Ὅταν ἐπιστρέφει κρατώντας τρία χωνάκια χρώματος χανζαπλὰστ
μὲ παγωτὸ μέντα-σοκολάτα, ἡ ἀδελφή μου κρέμεται ἡ μισὴ ἔξω
ἀπ’ τὸ παράθυρό της γιὰ νὰ κρυφαρπάξει τὴ λιχουδιά της.
Ἀποδέχομαι ἕνα ἀπὸ τὰ χωνάκια, ἀλλὰ δὲν εὐχαριστῶ τὴ
μητέρα μου, καὶ δὲν ἀπαιτεῖ νὰ τὸ κάνω. Τρῶμε τὸ παγωτὸ στὸ
αὐτοκίνητο, μὲ τὸ δέρμα μου νὰ τσούζει ἐκεῖ ὅπου δεκάδες
πλοκάμια μεδουσῶν χάιδεψαν τὰ ἄκρα μου καθὼς κολυμποῦσα
πίσω στὴν ἀκτή, μιὰ ἀπόσταση ποὺ μοῦ φάνηκε πάνω ἀπὸ
χιλιόμετρο. Τὸ ρεῦμα μὲ παρέσυρε πάνω στὸ μικρὸ πράσινο σὰν
ἀρακὰ φουσκωτὸ ποὺ κέρδισα σὲ ἕναν παιδικὸ διαγωνισμὸ
ζωγραφικῆς. Ἀναγκάστηκα νὰ παρατήσω τὸ ἔπαθλό μου γιὰ νὰ
ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ ρεύματος. Ἡ μητέρα μου δὲν
ζητάει συγγνώμη ποὺ παραλίγο νὰ παρασυρθῶ στὰ ἀνοιχτά. Δὲν
ζητάει συγγνώμη ποὺ δὲν μὲ πρόσεχε. Οὔτε λέει ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα
νὰ μάθει κολύμπι. Λέει, «Καλὴ ἀναλογία σοκολάτας-μέντας
ἔχει».