HΤΑΝ ΒΡΑΔΥ καὶ ἡ ἐξοχὴ ἤδη μισοκοιμόταν. Ἀπὸ τὶς κοιλάδες σηκωνόταν τὸ χνούδι τῆς ὁμίχλης καὶ ἀκουγόταν τὸ κάλεσμα τοῦ μοναχικοῦ βατράχου ποὺ ὅμως σύντομα σιωποῦσε (τὴν ὥρα ποὺ νικιοῦνται ἀκόμα καὶ οἱ καρδιὲς ἀπὸ πάγο, μὲ τὸν καθάριο οὐρανό, τὴν ἀνεξήγητη γαλήνη τοῦ κόσμου, τὴ μυρωδιὰ τοῦ καπνοῦ, τὶς νυχτερίδες καὶ τὰ κρυφὰ βήματα τῶν πνευμάτων στὰ παλιὰ σπίτια), ἐκείνη τὴν ὥρα, νά ’τος, ὁ ἱπτάμενος δίσκος προσγειώθηκε στὴν ὀροφὴ τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐνορίας ποὺ δεσπόζει στὴν κορυφὴ τοῦ χωριοῦ.
Η συνέχεια εδώ