M ΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ στὴν ἐξοχή, κοντὰ σ’ ἕνα χωριό, ζοῦσε ἕνας πανέμορφος καὶ περήφανος ἀετός. Περήφανος γιατί ἦταν ὁ Ἀετὸς καὶ πανέμορφος γιατί, ἐκτὸς ἀπ’ τ’ ἄλλα του χαρίσματα εἶχε στὴν ἄκρη τῶν φτερῶν του κρεμασμένα, μικρὰ κρύσταλλα ποὺ ἔλαμπαν στὸ φῶς κι ἔκαναν μιὰ ὑπέροχη μελωδία ν’ ἀκούγεται στοῦ ἀνέμου κάθε πνοή. Καθὼς πετοῦσε μὲ τὰ μεγάλα του φτερά, ἕνας καταρράχτης ξεχύνονταν, ἀπὸ φῶς καὶ μουσική.
Η συνέχεια εδώ