ΤΑΞΙΔΕΥΩ μὲ τὸ ὑπερωκεάνιο «Βικτωρία». Εἶμαι κάτι παραπάνω ἀπὸ χαρούμενος, πλέω σὲ πελάγη εὐτυχίας, γιατί κατάφερα ἐπιτέλους ν’ ἀφήσω πίσω τὴν παλιά μου ζωή, νὰ ξεφύγω ἀπ’ ὅλους κι ἀπ’ ὅλα, νὰ βάλω πλώρη γιὰ μιὰ νέα ἀρχή. Οὔτε ποὺ ξέρω σὲ ποιό λιμάνι θὰ καταλήξουμε, μὰ οὔτε ποὺ ρώτησα κι οὔτε καὶ ποὺ μὲ νοιάζει. Μοῦ ἀρκεῖ ν’ ἀνακουφίζομαι στὴ σκέψη πὼς θὰ πάψει πιὰ νὰ ἠχεῖ στ’ αὐτιά μου ἡ γλώσσα μου· ὅλα τὰ λόγια θὰ μένουν στὸ νέο τόπο μετέωρα, ἀκωδικοποίητα, κενά· καμιὰ κακεντρέχεια, κανένας ψόγος καὶ κανεὶς ψιθυρισμὸς πιὰ δὲ θὰ μ’ ἀγγίζει.
Η συνέχεια εδώ