ΗΤΑΝ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΕΦΤΑ τὸ πρωῒ καὶ ὁ Βίλα κάπνιζε σὲ μιὰ γωνιὰ πίσω ἀπ’ τὴν μπάρα· στηριζόταν στὴν προεξοχὴ τῆς προθήκης μὲ τὰ ποτά, τὰ μάτια του ἦταν στοχαστικὰ καὶ τὰ χέρια του διπλωμένα στὸ στομάχι. Μὲ τὸ ποὺ πέρασε τὴν πόρτα, ὁ Μάριο στάθηκε μιὰ στιγμὴ καὶ τὸν κοίταξε κι ὕστερα ἀνέβηκε στὸ σκαμπὸ κι ἀκούμπησε τὰ χέρια στὸν πάγκο. Ἕναν καφὲ σκέτο, εἶπε λὲς κι ἔλεγε καλημέρα. Ὁ Βίλα σηκώθηκε· φοροῦσε ἕνα πουκάμισο μὲ λερωμένο γιακὰ καὶ τὰ μάγουλά του ἦταν ὠχρά, λὲς καὶ δὲν τά ’χε δεῖ ποτὲ ὁ ἥλιος.
Η συνέχεια εδώ
