ΟΛΑ ΑΡΧΙΣΑΝ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ἀπόγευμα πάνω στὸ τραπέζι τῆς κουζίνας. Τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν μου τεντώθηκαν, λύγισαν καὶ σὲ μιὰ ἄρτια ποζισιὸν πάτησαν πάνω στὸ ἀλέκιαστο τραπεζομάντηλο τῆς μαμᾶς σὰν σὲ πλῆκτρα πιάνου. Δὲν κινοῦνταν τυχαία, μὰ ἔπαιζαν στ’ ἀλήθεια μιὰ μελωδία ποὺ μόνο ἐγὼ μποροῦσα ν’ «ἀκούσω». Θὰ ἦταν, βέβαια, ἐξωπραγματικὸ ἂν σᾶς ἔλεγα ὅτι δὲν ξέρω νὰ παίζω πιάνο. Ἀφιέρωσα τὰ καλύτερά μου χρόνια στὰ ὠδεῖα καὶ πέρασα ἀτελείωτες ὧρες μελετώντας σὲ ὄρθια πιάνα καὶ σὲ πιάνα μὲ οὐρά. Τὸ γεγονὸς ὅμως ποὺ σᾶς ἀναφέρω δὲν ἔγινε ἔπειτα ἀπὸ μελέτη ὥστε νὰ ἐξηγεῖ τὴν κινητικότητα τῶν δαχτύλων. Γι’ αὐτὸ καὶ μὲ τρόμαξε.
Η συνέχεια εδώ