ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΜΟΝΗ, σύριζα στὸ παράθυρο ποὺ βλέπει ἀπέναντι στὸ δρόμο. Ἀμίλητη καὶ κατακόκκινη, ἕτοιμη νὰ ἐκραγεῖ. Δὲν τῆς ἀρέσει νὰ τὴν ἀγγίζουν. Δὲν προσφέρεται γιὰ λόγια παρηγοριᾶς οὔτε γιὰ νὰ σκουπίζει λογῆς-λογῆς δάκρυα. Ἀπεχθάνεται ἀκόμη τὸ κουτσομπολιό, τὸ πλύσιμο, τὸ ἅπλωμα μπουγάδας, τὸ σιδέρωμα καὶ νὰ παίζει κρυφτὸ μὲ τὰ παιδιά. Τὴν ἐνοχλεῖ τὸ παράθυρο ποὺ χτυπᾶ ἀπ’ τὸν ἀέρα, ὁ πικάντικος καπνὸς τοῦ παπποῦ κι ὅλες αὐτὲς οἱ μυρωδιὲς τῆς κουζίνας, ποὺ τὴ γυροφέρνουν καὶ κολλοῦν πάνω της σὰ βδέλλες, κάνοντάς την νὰ ἀσφυκτιᾶ.
Η συνέχεια εδώ