Η ΠΑΓΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΗ σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ τρένου. Οἱ ἀνάσες μου ξεπηδᾶνε καὶ ὑλοποιοῦνται σὰν πράμα ζωντανὸ καὶ μ’ ἀκολουθοῦνε καθὼς προχωρῶ στὸ διάδρομο. Βρῶμα καὶ μιζέρια παντοῦ. Στρατιῶτες χακί, κουρεμένοι πολίτες, φοιτητές, Πομάκοι, Τοῦρκοι τῆς Θράκης, Ἕλληνες. Ἐκεῖ ἔξω, τὰ μελανιὰ νερὰ τοῦ Νέστου ποὺ κυλᾶνε δίπλα μας, ξεμαλλιασμένα δάση σὲ τουρλωτὰ βουνὰ καὶ μοναξιάρηδες ἀργυροπελεκάνοι ποὺ φτερουγίζουνε μαζί μας. Παρανέστιον, Σταυρούπολις, Κυψέλη, Ἴασμος, Σώστης. Φωνὲς καὶ βλαστήμιες. Νυχτώνει σ’ ἕναν ἐπίπεδο τόπο. Μουντὰ χρώματα, σπάρτα καὶ λάσπη. Ὁ πομάκος δίπλα μου ξαπλωμένος μ’ ἀνοιχτὰ τὰ πόδια σφίγγει καὶ τρίβει ἡδονικὰ τ’ ἀρχίδια του ἐνῶ μουρμουράει λαγγεμένα καὶ λιγωμένα λόγια. Τὰ φῶτα τῆς Κομοτηνῆς λαμπαδιάζουνε στὸ βρωμισμένο τζάμι τῆς δεύτερης θέσης. Ἐλπίζω νὰ μὲ περιμένει στὸ σταθμό…
Η συνέχεια εδώ
