ΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ τὰ ἄμετρα, τὰ ἀβυσσαλέα βάθη, τὸ ἀγαπημένο κῆτος. Τὸν ὄγκο του ὠθεῖ μὲς στὸ νερὸ σηκώνοντας τὴν ἄμμο ἀπ’ τὸν πυθμένα. Τὸν ὕπνο τῶν πεταλούδων τοῦ βυθοῦ ταράζει καὶ σπᾶνε ἐκεῖνες τὰ κουκούλια καὶ φτεροκοποῦν τριγύρω φωσφορίζουσες. Τὸ μάτι του θολὸ ἀπὸ δάκρυα θυμοῦ γιὰ τὰ μικρότερα ψαράκια ποὺ ἐνοχλοῦνε τὴν πορεία του. Κάνει ἑλιγμοὺς νὰ τὰ ἀποφύγει ἐπιδέξιους. Τὸν μυρίζει ἀπὸ μακριὰ τὸν φόβο ποὺ τριγύρω σπέρνει κι ἀκούει τῶν ὠκεανῶν τὸ λάλον ὕδωρ ποὺ τοῦ μεταφέρει τὴν ἀπόγνωση μικρῶν ζωῶν.
Η συνέχεια εδώ