Ως παιδί μαθαίνεις πρώτη φορά για το θάρρος και το φόβο στον καυγά στην παιδική χαρά, όταν ο νταής σου κολλάει κι εσύ φοβάσαι μήπως σε κτυπήσει. Τελικά, κάποια στιγμή γυρνάς προς το μέρος του και τσακώνεσαι. Θυμάμαι ακόμη ακριβώς εκείνη τη στιγμή στη δική μου ζωή: ήμουν περίπου δέκα χρονών, έξω από την πύλη του σχολείου […] Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμος. Οπωσδήποτε δεν έδειχνε πολύ τρομαχτικός […] Με είχε βάλει στο μάτι από εβδομάδες. Ήταν μια απαίσια κατάσταση, έτρεμα ακόμη και να πάω στην τάξη όταν βρισκόταν εκείνος, ενώ απέφευγα τα μέρη όπου σύχναζε. Τότε, για κάποιο λόγο ή, ίσως, και χωρίς να υπάρχει λόγος, στην πύλη του σχολείου, όταν μου ρίχτηκε απότομα και τρόμαξα, γύρισα και του είπα πως θα τον χτυπήσω, αν δεν σταματούσε. Το κατάλαβε πως εννοούσα ότι έλεγα, γιατί πράγματι το εννοούσα και πρέπει να φαινόταν στο βλέμμα μου· οπότε σταμάτησε. Αστείο δεν είναι, να θυμάται κανείς μια τόσο ασήμαντη στιγμή στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, ύστερα από τόσα χρόνια;
Η συνέχεια εδώ